Είναι και ο λόγος που ορισμένες συμφωνίες που γίνονται στην Ελλάδα ορίζουν σαν τόπο δικαστικών διαφορών τη Βρετανία. Πεδίον δόξης λαμπρόν λοιπόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που σε εκδήλωση του υπουργείου Δικαιοσύνης, την περασμένη Τετάρτη, παραδέχτηκε ότι η κυβέρνηση έχει υστερήσει στην έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων. Στην περιορισμένη ψηφιοποίηση. Στα ζητήματα των υποδομών που είχαν παραμεληθεί εδώ και δεκαετίες.
Θέματα για τα οποία δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα λυθούν. Κάθε κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να υποσχεθεί ότι θα πατάξει τη φοροδιαφυγή και θα επισπεύσει την απονομή δικαιοσύνης, αλλά αφού ο πρωθυπουργός τα αναφέρει στη δεύτερη θητεία του, κάτι μπορεί να γίνει.
Αν δεν γίνει, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να τιμωρηθεί να πίνει τον πρωινό καφέ του από πλαστικό ποτήρι στο κυλικείο της Ευελπίδων. Κάτι που η επιτροπή ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ θα έπρεπε να χαρακτηρίζει ασυνήθιστο και αδικαιολόγητα σκληρό μαρτύριο, αλλά που οι ταλαίπωροι πολίτες, που έχουν μπλέξει με τη δικαιοσύνη, πρέπει να το υπομένουν για χρόνια.
Αφού λοιπόν η κουβέντα ήρθε στη δικαιοσύνη, η κυβέρνηση πάει να κάνει το ίδιο λάθος που κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις από τη δεκαετία του ‘80 και τον πρώτο Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ). Να στείλει σε δημόσια διαβούλευση μια αναθεώρηση του ΚΟΚ, καλή για ελβετικό καντόνι, αλλά άχρηστη για την ελληνική πραγματικότητα. Με διάφορες κατηγορίες και υποκατηγορίες αδικημάτων, που ο αστυνομικός της τροχαίας θα αποφασίζει να επιβάλλει. Την ίδια στιγμή που δίπλα του περνάνε μηχανές χωρίς αριθμούς και με οδηγό που δεν φοράει κράνος, αγροτικά χαρούμενων Τσιγγάνων με ιδιοκατασκευές στην καρότσα και «φτιαγμένα» με φιμέ τζάμια από τη Θηβών που όχι δεν θα πέρναγαν ΚΤΕΟ, αλλά ούτε έξω από το ΚΤΕΟ.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται νόμους. Χρειάζεται ανθρώπους που θα εφαρμόζουν τους νόμους. Η αστυνομία ας εφαρμόσει πρώτα τους υπάρχοντες νόμους και ας δουν αν χρειάζονται καινούργιους.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Ο Μητσοτάκης να αφουγκραστεί τη «σιωπηλή πλειοψηφία»
Ο Ζαχαρίας Ζούπης της Opinion Poll, στις «Πρωινές διαδρομές στο Πρώτο», το εκτίμησε καλύτερα από όλους. Είπε ότι η διαγραφή του Σαμαρά δεν πρόκειται να επηρεάσει δημοσκοπικά, επειδή το κομμάτι που θα τον στήριζε στις ευρωεκλογές είχε ήδη ψηφίσει κόμμα δεξιότερα της Ν.Δ. Προσέθεσε ότι είναι άλλο πράγμα αν η Ν.Δ. θέλει να επανασυσπειρώσει. Δηλαδή ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πάρει δεξιότερη γραμμή ώστε να εγκαταλείψουν τον Βελόπουλο, τη Λατινοπούλου ή όποιον τέλος πάντων ψήφισαν και να επανέλθουν στο κόμμα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να αποφασίσει ποιους οπωσδήποτε θέλει να κρατήσει και ποιους θα πάρει ρίσκο με αποτέλεσμα να διακινδυνεύσει να τους χάσει.
Για πέντε χρόνια, το «ποταμίσιο» κομμάτι της Ν.Δ., κάθε φορά που ένιωθε δυσαρεστημένο, απειλούσε ότι στις επόμενες εκλογές δεν θα ψηφίσει. Επειδή η πρόσβασή του στα Μέσα είναι μεγάλη, η γνώμη του ακουγόταν ανάλογα δυνατά. Αυτή τη φορά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να αφουγκραστεί. Ο συντηρητικός κόσμος δεν ονομάστηκε συμπτωματικά «σιωπηλή πλειοψηφία». Ο πολιτικός πρέπει να βγει στον δρόμο για να τον ακούσει. Αν δεν το πει δύο φορές, αν δεν ακούσει προσεκτικά, δεν θα τους ζητήσουν να επαναλάβει την ερώτηση. Η απάντηση θα ακουστεί στις κάλπες.
ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ DEBATE
Αν αφαιρέσεις την καταγγελία του Απόστολου Γκλέτσου ότι στην Ελλάδα έχουμε πέντε χιλιάδες ανεμογεννήτριες που δεν βγάζουν ρεύμα επειδή δεν τους έχουν βάλει μπαταρίες, το debate των υποψήφιων προέδρων του ΣΥΡΙΖΑ, την Τετάρτη, δεν προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, έμοιαζε με πρόσκληση σε προέδρους της Β’ Εθνικής για να πουν τα σχέδιά τους αν η ομάδα τους θα πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλωστε, ήταν και το γενικό χαρακτηριστικό του debate. Οι πολιτικοί ενός κόμματος που αποδεκατίστηκε να προσπαθούν να προσαρμοστούν στη σκληρή πραγματικότητα.
Επειδή είναι αδύνατον να μη συγκριθεί με το αντίστοιχο debate των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ, η κύρια διαφορά είναι το ειδικό βάρος των υποψηφίων. Από τους έξι υποψήφιους για την προεδρία του ΠΑΣΟΚ τους τρεις τουλάχιστον (τον Ανδρουλάκη, τη Διαμαντοπούλου και τον Γερουλάνο) μπορεί κάποιος να τους φανταστεί να διεκδικούν την πρωθυπουργία. Χρειάζεται καλή θέληση και ακόμα μεγαλύτερη φαντασία για να φανταστεί κάποιος έναν από τους τέσσερις υποψηφίους του ΣΥΡΙΖΑ να γίνεται πρωθυπουργός.
Στα καράβια που βουλιάζουν δεν έχει νόημα το όνομα του καπετάνιου. Αντίστοιχα, δεν έχει νόημα να ψάξει κάποιος να βρει νικητή. Δύο ξεχώρισαν, ο Παύλος Πολάκης, που ξέρει πότε πρέπει να το παίξει αψύς Κρητικός και πότε να το μαζέψει, και ο Σωκράτης Φάμελλος, πραγματιστής που βλέπει ότι δεν υπάρχει μέλλον και θα ψαχτεί για συνεργασίες με το ΠΑΣΟΚ.