Κάποιος που τρέχει στον δρόμο σήμερα δεν προκαλεί την προσοχή. Επίσης η προσέγγιση στον αθλητισμό από το κράτος έχει πανευρωπαϊκά αλλάξει. Πριν από 50 χρόνια, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι επιδόσεις και τα μετάλλια στους Ολυμπιακούς αποδείκνυαν την υπεροχή του ενός ή του άλλου συστήματος. Στην Ευρώπη σήμερα αθλητισμός νοείται κάτι που σηκώνει τον πολίτη από τον καναπέ. Είναι αξιοσημείωτο πόσο λίγο έχει ασχοληθεί με τον αθλητισμό και όχι τον πρωταθλητισμό ή το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μια κυβέρνηση που πρωθυπουργός της είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης που αθλείται συστηματικά.
Το σκεφτόμουν με την παρουσίαση από τον Κυριάκο Μητσοτάκη του Ειδικού Αναπτυξιακού Σχεδίου Αγράφων που θα είναι μια εθνική στρατηγική ορεινότητας αντίστοιχη με την πολιτική που ακολουθείται στα νησιά. Με ένα μεγάλο κομμάτι των Αγράφων να χαρακτηρίζεται «Απάτητα Βουνά» και να απαγορεύονται ακόμα και οι ανεμογεννήτριες.
Με την παρουσίαση να συνοδεύεται από κάποια μάλλον γενικόλογα λόγια ότι τα Αγραφα θα γίνουν «τόπος διαμονής και σημαντικού προορισμού, με τη διατήρηση και ανάδειξη του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου, την ανάπτυξη του παραγωγικού ιστού και τη συγκράτηση αλλά ακόμα και την αύξηση του πληθυσμού» δεν θα ήταν άσχημο να εξεταστεί και κάτι το συγκεκριμένο. Η Ελλάδα έχει ένα πλεονέκτημα που ελάχιστα εκμεταλλεύεται. Λόγω των Ολυμπιακών το όνομά της αυτόματα συνδέεται με τον αθλητισμό.
Εφέτος το καλοκαίρι η τουριστική κίνηση έφθασε στον κορεσμό. Επειδή είναι δύσκολο να βρεθεί χώρος, ας βρεθεί χρόνος. Ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας να εκπονήσει ένα πρόγραμμα αθλητικού τουρισμού που θα βοηθάει να υπάρχει κίνηση και εκτός σεζόν. Βοηθώντας τις τοπικές κοινωνίες να διοργανώσουν αγώνες τριάθλου, να σχεδιάσουν διαδρομές πεζοπορίας, κανό ή ό,τι άλλο απευθύνεται σε έναν κόσμο που αθλείται για να διασκεδάζει. Η επιτυχία του Μαραθωνίου της Αθήνας και των αγώνων τριάθλου στα νησιά δείχνει ότι η προσπάθεια αξίζει τον κόπο.
Εργαλειοποίηση εγκλημάτων
ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ μια άστεγη, αφού παρέσυρε σε διαμέρισμα μια 12χρονη, τη βασάνισε, τη βίασε και τη σκότωσε, έβαλε το σώμα της σε μία βαλίτσα. Στην Αγγλία ένας 48χρονος βασάνιζε μία 17χρονη για τρεις εβδομάδες μέχρι να την πνίξει σε μία μπανιέρα. Τα γράφω με βαριά καρδιά γιατί οι ειδήσεις με ειδεχθή εγκλήματα με χαλάνε πραγματικά. Τα γράφω όμως για έναν λόγο. Κανένας στην Αγγλία ή στη Γαλλία δεν αποφάσισε να εργαλειοποιήσει τα εγκλήματα ή να τα φορτώσει σε μια κατηγορία ανθρώπων ώστε να μπορέσει να τα εκμεταλλευτεί πολιτικά.
ΤΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ για τον ΣΥΡΙΖΑ που, ελλείψει συγκροτημένης αντιπολίτευσης, το μόνο που κάνει είναι να προβάλλει όποιο έγκλημα. Αλλά και τους κάθε λογής δικαιωματιστές που ψάχνουν κάθε χαρακτηριστικό εγκληματία για να προωθήσουν την ατζέντα τους. Προκύπτει δηλαδή η περίπτωση της δωδεκάχρονης που εξέδιδαν ο 53χρονος και πιθανόν η μητέρα της. «Να ποιοι είναι οι υποκριτές που φιλάνε τα χέρια των παπάδων». «Να ποιοι είναι οι μικροαστοί». «Να ποια είναι η ελληνική οικογένεια που εκδίδει τα παιδιά της».
Μένει ώσπου να φύγει…
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ είναι να παρουσιαστεί μια ολόκληρη κοινωνία σαν σάπια. Ωστε να προβάλουν το δικό τους μοντέλο. Στο οποίο θα είναι λογοκριτές, δικαστές και τιμωροί, σε μια κοινωνία που θα αποφασίζει ο διαδικτυακός όχλος.
Με φοβίζουν όσοι πετάνε βιβλία
ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ στο Διαδίκτυο γράφτηκε ότι κάποια πέταξε το βιβλίο «Λολίτα» του Ναμπούκοφ που είχε σπίτι επειδή αναφέρεται στον έρωτα ενός μεσήλικα με μία 12χρονη. Στην ίδια λογική να πετάνε το «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν που αναφέρεται στον έρωτα ενός μεσήλικα Γερμανού καθηγητή για έναν 14χρονο.
ΟΧΙ ΔΗΛΑΔΗ ότι δεν υπάρχει προηγούμενο. Η «Λολίτα» είχε απαγορευτεί σε Γαλλία, Αγγλία και Νέα Ζηλανδία στη δεκαετία του ΄50. Ενώ από τον Τόμας Μαν αφαιρέθηκε η γερμανική υπηκοότητα από το ναζιστικό καθεστώς για το συνολικό του «παρακμασμένο» συγγραφικό έργο. Οχι δηλαδή ότι κάποιος λογοκριτής πρέπει να διαβάσει ένα βιβλίο για να το απαγορεύσει. Το «Η Μαύρη Καλλονή» της Αννας Σιούελ είχε απαγορευτεί στη Νότια Αφρική την εποχή του απαρτχάιντ επειδή ένας λογοκριτής πίστεψε ότι αναφέρεται σε κάποια πανέμορφη Αφρικανή ενώ το έργο αναφέρεται σε ένα μαύρο άλογο.
ΝΑ ΠΡΟΣΘΕΣΩ ότι οι λογοκριτές δεν με φοβίζουν. Με φοβίζουν αυτοί που πετάνε τα βιβλία τους στην πυρά και οι άλλοι που ακολουθούν για να μην τους βγει κανένα όνομα. Και δεν είμαστε μακριά από τη στιγμή που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα αρχίσουν να ζητάνε λογαριασμό για τα βιβλία που έχει κάθε ένας στο σπίτι του.