Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Υπό το πρίσμα αυτό, οι εξαγγελίες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για την «επανεκκίνηση της οικονομίας» συσχετίζονται ευθέως με τις αντίστοιχες του «προγράμματος Θεσσαλονίκης», που επίσης ήταν «κοστολογημένο» και ανεφάρμοστο.
Ποιος πολίτης μπορεί να πιστέψει τον κ. Τσίπρα ότι είναι ικανός να διαγράψει το ιδιωτικό χρέος όταν το 2015 μιλούσε για «σεισάχθεια» και, τελικώς, φόρτωσε στον ελληνικό λαό μνημονιακά βάρη δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ;
Γιατί να εμπιστευθούν οι ψηφοφόροι τον ΣΥΡΙΖΑ που υπόσχεται για παράδειγμα μείωση του ΦΠΑ της εστίασης στο 6%, όταν επί Τσίπρα ο συγκεκριμένος φόρος αυξήθηκε από 13% στο 24%;
Οσο πιο πολλά υπόσχεται σήμερα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τόσο μεγαλώνει η καχυποψία των πολιτών για τις πολιτικές του. Αυτό προκύπτει και από τις δημοσκοπήσεις. Στην τελευταία έρευνα της GPO για την ιστοσελίδα powergame.gr το προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ είναι 12,4 μονάδες (35,9% έναντι 23,5%). Ωστόσο, στα επιμέρους ερωτήματα σχετικά με την οικονομία η διαφορά διευρύνεται σημαντικά. Συγκεκριμένα, στο ερώτημα, μεταξύ Μητσοτάκη και Τσίπρα ποιος γνωρίζει καλύτερα τα θέματα της οικονομίας ο πρωθυπουργός λαμβάνει το 46,6%, ενώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ το 25,5%, διαφορά άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Ανάλογο αποτέλεσμα και στο ερώτημα ποιος μπορεί να φέρει νέες επενδύσεις στη χώρα. Τον κ. Μητσοτάκη επιλέγει το 50% των ερωτηθέντων, ενώ τον κ. Τσίπρα το 20%. Στο ερώτημα ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα την οικονομική κρίση ο πρωθυπουργός λαμβάνει το 45,7%, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης 28%.
Πολύ απλά, το πεδίο της οικονομίας είναι προνομιακό για τον Μητσοτάκη, που έχει την ευκαιρία να εφαρμόσει την αναπτυξιακή του πολιτική έχοντας εξασφαλίσει κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και με σύμμαχο τις αγορές, που βλέπουν ότι μετά την πανδημία η Ελλάδα μπορεί να γίνει επενδυτικός προορισμός στους τομείς των ακινήτων, της ενέργειας και της ψηφιακής μετάβασης. Ο πρωθυπουργός έχει ήδη εξαγγείλει ότι οι μειώσεις φόρων και εισφορών θα συνεχιστούν, ενώ η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης θα επεκταθεί και το 2022, για την ανακούφιση της μεσαίας τάξης.
Οσο για τον κύριο Τσίπρα, έχει να λύσει δύο βασικά προβλήματα όταν αναφέρεται στην οικονομία. Το πρώτο είναι ότι δεν τον πιστεύουν οι πολίτες όταν υπόσχεται ξανά χρήματα από «λεφτόδεντρα» και το δεύτερο είναι πως δεν απαντά στο ερώτημα το ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό των παροχών του, γιατί αυτό που κατάλαβε ο ελληνικός λαός στο πρώτο εξάμηνο του 2015, δυστυχώς με πολύ ακριβό τρόπο, είναι ότι «δωρεάν γεύμα δεν υπάρχει».
Απαντήσεις δεν είναι εύκολο να δοθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, που εξακολουθεί να μοιράζει υποσχέσεις χωρίς να παραθέτει πολιτικές για τη δημιουργία εισοδημάτων. Γιατί, τελικά, οι ανακοινώσεις του κ. Τσίπρα ήταν «κατατοπιστικότατες» για τις διαγραφές χρεών και τις «σεισάχθειες», αλλά ελλιπέστατες σε ό,τι αφορά το πώς θα έρθουν επενδύσεις και θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Ισως γι’ αυτό η είδηση που συζητήθηκε περισσότερο από την προχθεσινή εκδήλωση ήταν η απουσία του Ευκλείδη Τσακαλώτου, που δεν χώρεσε στο ίδιο πάνελ με την κυρία Λούκα Κατσέλη.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr