Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ύφεση στην ευρωζώνη φέτος θα είναι πάνω από 10%, όταν τον Απρίλιο προέβλεπε συρρίκνωση 7%. Οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία θα βυθιστούν με διψήφια ποσοστά ενώ ο φόβος για αναζωπύρωση της πανδημίας επιβραδύνει τους ρυθμούς ανάκαμψης για το 2021.
Η Ελλάδα θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις το επόμενο διάστημα, η τουριστική κίνηση θα παραμείνει υποτονική και οι επαγγελματίες του κλάδου προβλέπουν ότι φέτος τα έσοδα δεν θα ξεπεράσουν τα 4 με 5 δισεκατομμύρια ευρώ από τα 19 δισ. που ήταν τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία η κυβέρνηση οφείλει να επικεντρωθεί στο πώς θα χτίσει το αναπτυξιακό μοντέλο της επόμενης ημέρας, πώς θα αντιμετωπίσει παθογένειες που εμποδίσουν τις παραγωγικές δυνάμεις και σε ποιους τομείς θα πρέπει να δώσει βαρύτητα προκειμένου να πετύχει καλύτερες και προπαντός βιώσιμες επιδόσεις.
Η χρηματοδότηση σε μεγάλο βαθμό θα είναι επαρκής, εφόσον βέβαια προκύψει συμφωνία εντός του μήνα στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτό που απαιτείται θα είναι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αξιοποίησης των πόρων.
Η Ελλάδα διεκδικεί κεφάλαια που πλησιάζουν τα 32 δισεκατομμύρια, σύμφωνα με την πρόταση της Κομισιόν, από τα οποία τα 23 δισ. θα είναι επιχορηγήσεις, δηλαδή «δωρεάν χρήμα». Η ευκαιρία είναι μεγάλη και δεν πρέπει να χαθεί. Δυστυχώς η διαχείριση των προηγούμενων «κοινοτικών πακέτων» δεν προσέδωσε αντίστοιχη δυναμική στην οικονομία.
Οι λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος σε ό,τι αφορά τα επιδοτούμενα έργα, η αδυναμία της δημόσιας διοίκησης να ανταποκριθεί σε τέτοιας κλίμακας πρόκληση και η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα που κατηύθυνε τα χρήματα με βάση τα συμφέροντά της είχαν ως αποτέλεσμα τα κοινοτικά κονδύλια είτε να σπαταλώνται είτε να μένουν στα συρτάρια της γραφειοκρατίας.
Σύμφωνα με έρευνα του ΣΕΒ που επεξεργάσθηκε στοιχεία της «Διανέοσις», από τη δεκαετία του ’80 που εισέρρευσαν στη χώρα κοινοτικά κεφάλαια, το όφελος για τη χώρα δεν ήταν πολλαπλασιαστικό. Σαράντα χρόνια μετά, και αφού έχουν διατεθεί 160 δισ. ευρώ σε διαρθρωτικά προγράμματα (όσο ένα ΑΕΠ δηλαδή), το αναπτυξιακό αποτύπωμα των πόρων παραμείνει περιορισμένο και η σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη ζητούμενο.
Οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν το 50% της παραγωγικότητας των αντίστοιχων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ακόμα και σε σύγκριση με κοντινές οικονομίες όπως της Πορτογαλίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις δημιουργούν σήμερα 30% λιγότερη προστιθέμενη αξία σε σχέση με το 2008 όταν στην Πορτογαλία δημιουργούν 18% περισσότερη.
Επομένως χρειάζεται ένα επενδυτικός συναγερμός προκειμένου τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης να πιάσουν τόπο στην οικονομία και να μη σκαλώσουν στις ολιγωρίες της διοίκησης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η απορρόφηση πόρων από την Ε.Ε. στα ελληνικά ταμεία ανέρχεται στο 87% σε σχέση με το 85% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά το γεγονός ότι οι περισσότερες προκηρύξεις δεν έχουν καμία σχέση με τις ανάγκες των επιχειρήσεων περιορίζει την εκταμίευση των κεφαλαίων από τα δημόσια ταμεία προς την πραγματική οικονομία μόλις στο 35%.
Λόγω της πολύχρονης κρίσης οι επενδύσεις έχουν μειωθεί πάνω από 50% σε σχέση με το 2008, κατά συνέπεια ο ρόλος του ΕΣΠΑ και της κοινοτικής βοήθειας αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων πρέπει να αυξηθεί αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν η γραφειοκρατία είναι βουνό και τα προγράμματα δεν έχουν ως βασικό προσανατολισμό την πράσινη ανάπτυξη, τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό και τη δημιουργία ενός παραγωγικού μοντέλου που θα στοχεύει σε ξένες αγορές με προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας.
*Ο Πάνος Αμυράς είναι διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση