Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Ενα περιοδικό με ειδίκευση στα κοσμικά «ξεσκόνισε» φωτογραφικά αρχεία από παλαιότερες πρεμιέρες και βρήκε μία που τον απεικονίζει με τη σύζυγό του, δικαιώνοντας τον ψαγμένο φωτογράφο εκ των υστέρων. Η αλήθεια είναι ότι όλοι θέλουμε να μάθουμε περισσότερα για τον οικογενειακό γιατρό μας. Τον εθνικό, πλέον, λοιμωξιολόγο μας, Σωτήρη Τσιόδρα.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ κάποια συνηθισμένη διάθεση για κουτσομπολιό. Είναι περισσότερο μία ανάγκη να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο που βλέπαμε κάθε απόγευμα στις 6 να καθησυχάζει τους πιο μύχιους φόβους μας σε μια περίεργη, ζοφερή εποχή. Εμείς κλεισμένοι στα σπίτια μας, με τους δέκτες να προβάλλουν ανείπωτες προσωπικές τραγωδίες με χιλιάδες νεκρούς, φέρετρα σε κονβόι και μία ερώτηση να κρέμεται στα χείλη μας: «Γιατρέ μου, πείτε μου την αλήθεια, θα γλιτώσουμε;». Και ο γιατρός είχε πάντα την ίδια απάντηση: «Ναι, αλλά θα πρέπει να κάνετε αυτό που θα σας πω». Και φεύγαμε από το «ιατρείο» λίγο πιο σίγουροι.
ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ κύλησε η ιστορία με τον Σωτήρη Τσιόδρα, τον Νίκο Χαρδαλιά και τον Βασίλη Κοντοζαμάνη και όλη αυτήν τη σπουδαία «dream team» δίπλα τους. Μέχρι που ο λοιμωξιολόγος απήγγειλε ένα ποίημα: «Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές / Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους / Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια / Που ξέρω ν’ ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους / Μου φτάνει που μ’ αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι». Τίνος ήταν το ποίημα; Του Οδυσσέα Ελύτη; Ή ενός ταλαντούχου, αισθηματία blogger ονόματι «Βιολιστής στη Στέγη»; Εφριξε η ελληνική Αριστερά, βούιξαν τα social media, αναστέναξε το google search. «Δεν ξέρει τον Ελύτη», ειρωνεύτηκαν εκ του ασφαλούς, χωρίς να σκέφτονται πως μπορούν να ειρωνεύονται επειδή ακριβώς είναι ασφαλείς. Επιτέλους, η ανέμελη κανονικότητα της μαγκιάς του πληκτρολογίου επανήλθε στους ρυθμούς της. Πλέον οι δείκτες Rt και R0 είναι ανέλπιστα καλοί, ας μετρηθούμε, λοιπόν, με τα trends του twitter. Αλλά έκαναν ένα λάθος στον αλγόριθμο της κακίας. Ο Σωτήρης Τσιόδρας πέτυχε στον ρόλο του επειδή δεν έπαιζε κανέναν ρόλο.
Στόχος του Μασκ: Τα εργασιακά δικαιώματα
ΑΝΤΙΣΤΑΡ με όλη την έννοια της λέξεως, αντιτηλεοπτικός, επιστήμονας από εκείνους τους περίεργους που πιστεύουν αλλά ταυτόχρονα ερευνούν, μέλος της διεθνούς ελίτ των λοιμωξιολόγων και ταυτόχρονα ψάλτης σε εκκλησία της Κηφισιάς, ένας «εγκάρδιος ορθολογιστής» κατά τον Νικόλα Σεβαστάκη. Το σπουδαιότερο είναι πως όλο αυτό το ανομοιογενές κράμα του διοπτροφόρου αποφοίτου του 110ου Δημοτικού της Φωκίωνος Νέγρη και του Χάρβαρντ, του θεοσεβούμενου επιστήμονα, του συναισθηματικού γιατρού, του τσαντισμένου εκπροσώπου ήταν πάνω από όλα δημοκρατικό. Διότι κατανόησε και προέβλεψε την ανάγκη, άρα και τις αδυναμίες, όλων των «τύπων» πολιτών.
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗ ταξιδιώτη, του συνοικιακού κάγκουρα, του μέσου οικογενειάρχη, του συνδικαλιστή, του παρορμητικού Ρομά, του μικρομεσαίου επαγγελματία, του ανήσυχου γονέα, του φοβισμένου υπερήλικα. Δεν ζήτησε από κανέναν τους να αλλάξει, μόνο να προσαρμοστεί. Και όταν ο ίδιος «συνελήφθη» να ψέλνει εν μέσω καραντίνας, απάντησε με το ίδιο νόμισμα: «Με ειδική άδεια και 1 άτομο σε 1.000 τετρ. μέτρα – αυτός είναι ο ρατσισμός για τον οποίο μιλάω κι εσείς, αγαπητέ φίλε, δεν καταλαβαίνετε». Αυτό λέγεται μπάσιμο από τα αριστερά από έναν άνθρωπο που στο Instagram προειδοποιεί να μην του κάνουν αιτήματα άνθρωποι που δεν γνωρίζει προσωπικά. Πώς αλλιώς να πει ότι δεν ψάχνει followers;
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση