Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Μεγάλη Εβδομάδα, να χτυπά η καμπάνα της εκκλησίας της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Κυδαθηναίων κι εγώ να τρέχω να ανοίξω την τηλεόραση. Παράξενα πράγματα… Μεγάλη μοναξιά θα βίωσε ο Χριστός φέτος. Τη δική Του, στο Ορος των Ελαιών, αισθανθήκαμε κι εμείς. Εκείνος αποσύρθηκε να προσευχηθεί και επιστρέφοντας μας βρήκε μαθητές έγκλειστους. Προσκυνούμε τα Πάθη Σου, Χριστέ, ακόμη και μέσα από την τηλεοπτική εικόνα. Η άδεια εκκλησία σπαραχτική. Κατηφείς ακούστηκαν και οι φωνές των ψαλτών, πιο πένθιμα τα άμφια των ιερέων. Ας ψάλουμε, χωρίς να λείπει κανείς, με δυνατή φωνή, «Χριστός Ανέστη!» και ας είναι και στο τέλος Μαΐου.
Στον πρωινό περίπατο, γύρω από την Ακρόπολη, οι κουτσουπιές φορούν τα χρώματα της άνοιξης. Προμηνύουν το θαύμα, ολάνθιστες, μόνο το Πάσχα. Το ίδιο και οι νεραντζιές, κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας. Μεθυστικό το άρωμά τους. Ολα τα μηνύματα ήρθαν στην ώρα τους πως η άνοιξη κυρίευσε την Ελλάδα, βρίσκοντας τους Ελληνες πολιορκημένους. Η φύση έχει τους δικούς της νόμους. Στέκεται αδύνατον να πάει αργότερα τις ανθισμένες κουτσουπιές, τις ανθισμένες νεραντζιές. Τις ετοιμάζει πάντα για αυτές τις μέρες που αναγνωρίζουμε την ομορφιά του κόσμου και τον Δημιουργό Της.
Πιτσιλιές από κόκκινο οι παπαρούνες που σηκώνουν κεφάλι μέσα στην κυριαρχία του κίτρινου της άγριας μαργαρίτας, ορίζοντας το χωμάτινο δρομάκι δίπλα στο συρματόπλεγμα της Στοάς του Αττάλου. Η εικόνα από τα ανθισμένα κίτρινα σπάρτα του Πηλίου, συνειρμικά, μπροστά μου ολοζώντανη. Ακόμη και η ψευδαίσθηση ότι μυρίζει ο αγέρας το ντελικάτο άρωμά τους, ενώ κάτω ο Παγασητικός, καθρέφτης του γαλάζιου του ουρανού.
Συνειδητοποιώ, ίσως πρώτη φορά, πόσο οι εποχές ορίζουν τη διάθεσή μας. Πάσχα κλεισμένοι μέσα, ενώ έξω η φύση ντύθηκε τα καλύτερά της. Ο νους μας τρέχει στα προηγούμενα. Ως σε παραμυθία.
Τα παράπονα των δικών μου επειδή ζούμε στο κέντρο της Αθήνας λιγόστεψαν πολύ. Η πόλη μας αποκαλύπτεται. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε παρατηρήσει, με τόση ακρίβεια, ότι μέσα στο γαλάζιο του ουρανού διαγράφεται σχεδόν λευκός ο Παρθενώνας. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε παρατηρήσει τα σπίτια του 19ου αιώνα, τα βαμμένα με ωραία χρώματα, με αισθητική αστική, αποπνέοντας μια θαλπωρή και ένα μέγεθος καλλιέργειας που δεν βρίσκεις στα μεγαθήρια της επίδειξης του νέου πλούτου.
Και τι να τραγουδήσουμε;
Μείναμε σπίτι από Μάρτιο και φτάσαμε στο Μεγάλο Σάββατο του Απριλίου… μένοντας σπίτι. Παρηγοριέμαι ότι όλες οι Μεγάλες Εβδομάδες αποπνέουν τη μελαγχολία των Παθών, ως την έκρηξη της αναστάσιμης χαράς. Τα πρόσωπα που συναντώ είναι ήρεμα. Πρώτη φορά χαιρετιόμαστε με άγνωστους συμπολίτες καθώς διασταυρωνόμαστε. Σκέφτομαι πως ο ιός μάς έφερε κοντά, δίνοντάς μας χρόνο να κατεβάσουμε τις στροφές της καθημερινότητας. Χρόνο που περνάμε με τους δικούς μας, σβήνοντας την τηλεόραση και παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. Πέστε πως ζούμε μια περίοδο υποχρεωτικής επαναξιολόγησης εκείνων που νομίζαμε σημαντικά και εκείνων που είχαμε ξεχάσει τη σημαντικότητά τους.
Οι πνευματικοί πάντα έλεγαν ότι τη Σαρακοστή πρέπει να ησυχάζουμε από τους θορύβους τους εξωτερικούς για να συμφιλιωθούμε με τον μέσα κόσμο μας. Μας επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων. Και αναγνωρίσαμε πως η ζωή είναι μέγα καλό και πρώτο. Τη Ζωή θα γιορτάσουμε σε λίγες ώρες. Αυτό το «Χριστός Ανέστη!» θα έχει τη δική του γλύκα. Θα φέρνει την ελπίδα πως, όταν τελειώσει η δοκιμασία, η ημέρα μας θα χωράει εμάς, τους ανθρώπους μας και όλες τις θετικές μας σκέψεις.
Την Ανάσταση θα την κάνουμε στα μπαλκόνια μας, στην ταράτσα, στις αυλές μας. Με ανθισμένο γιασεμί ή όχι. Γιατί αυτή η Ανάσταση γίνεται στην καρδιά μας.
«Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι!».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου