Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Κάθε μέρα δίνουμε μαζί τη μάχη εναντίον του φόβου, της μελαγχολίας, της ύπουλης πλήξης. Μου… απαντώ: Θα περάσει η πανδημία όπως πέρασαν και οι προηγούμενες. Δεν είναι φυσική κατάσταση η απραξία. Δεν έμεινα ποτέ περιμένοντας εξ ύψους, με δεμένα χέρια, βοήθεια. «Κάτι» έκανα! Ομως στην πανδημία ό,τι κάνω ενδυναμώνει τον αόρατο εχθρό μας.
Στις παλιές επιδημίες, που κράτησαν πολύ, ο φόβος νίκησε και κατατρόπωνε τη κοινή λογική. Οι άνθρωποι δεν άντεχαν την καραντίνα. Εβγαιναν έξω να ζήσουν, χάνοντας τη ζωή. Μένω σπίτι με τη θέλησή μου. Και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επέβαλλε τα μέτρα, θα ήταν πολλοί που «κάτι θα έκαναν». Και θα μετρούσαμε χιλιάδες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Για ένα «κάτι»…
Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι μένοντας σπίτι δεν θα αρρωστήσουμε. Κι όμως, αισθάνομαι πως μένοντας, περιμένοντας και αναμένοντας, διολισθαίνω στη λύπη, επειδή συνειδητοποιώ ότι δεν έχουμε επιλογή. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο από το να μένω σπίτι…
Στην ισπανική γρίπη έδεναν λευκό μαντίλι στην εξώθυρά τους για να πουν στους γείτονες πως κάποιος μέσα στο σπίτι ασθενεί, πως το σπίτι ήταν σε καραντίνα. Να μην πλησιάζουν. Δεν τους υποχρέωνε κανείς. Ηταν πολύτιμη πράξη φροντίδας αυτό που έκαναν για τους άλλους. Το δικό μας λευκό μαντίλι είναι ότι επιλέξαμε να προστατέψουμε εμάς και τους άλλους.
Οι μέρες περνούν αλλά δεν θα τις έλεγα χαρούμενες. Ο φόβος, ο ανομολόγητος, είναι ότι κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί αύριο. Στην απομόνωσή μας θυμούμαστε αγαπημένους που δεν βλέπουμε. Νοιαζόμαστε κι εκείνους που αρρώστησαν κι ας είχαμε να τους δούμε μήνες. Τον Γιάννη, τον Αλέξη, την Αντιγόνη. Τους φέραμε κοντά μας, με τη σκέψη μας – δικούς μας. Θα περάσει κι αυτό, λέμε με sms. Μοιραζόμαστε τη λύπη φίλων που έχασαν αγαπημένους τους. Οσο μεγάλη κι αν ήταν η μάνα του Γιώργου, τίποτε δεν πρόκειται να την αναπληρώσει. Ούτε κι αυτός που μένει πίσω εύκολα θα παρηγορηθεί.
Τα μαγαζάκια, όταν βγήκα την Παρασκευή να με δει λίγο ο ήλιος, περπατώντας στην Αδριανού, ήταν κατάκλειστα. Πόσα παιδιά από εκείνα που με χαιρετούσαν στον «Οιωνό» θα μείνουν χωρίς δουλειά; Δεν ξέρω. Θα έχουν τουλάχιστον την υγεία τους, μέγα καλό και πρώτο.
Με παρηγορεί, αρκούντως, η σκέψη ότι η Ιστορία είναι κατηγορηματική: Οσος καιρός κι αν χρειαστεί, στο τέλος η πανδημία θα αποχωρήσει. Οπως το μαύρο σύννεφο που ξεφορτώνει τον κατακλυσμό. Η ζωή μας θα ξαναγυρίσει στα παλιά. Ισως όχι αμέσως. Ισως όχι ακριβώς, όπως παλιά. Βρήκαμε χρόνο, στον χρόνο που έχουμε, να συζητήσουμε με τον εαυτό μας; Ξαναζυγίσαμε όσα έχουμε, ανακαλύπτοντας πόσο βαραίνει η μία μέρα της ζωής; Θα ξαναγυρίσουμε σε μια νέα κανονικότητα. Για να την κερδίσουμε -τίποτε δεν μας χαρίζεται- μένουμε αποφασισμένοι στο σπίτι.
Το 1998 η ταινία του πολυπράγμονα Μάμετ, «ΡΟΝΙΝ», για άλλους ήταν αριστούργημα και άλλοι την είπαν αρκούντως βαρετή. Ο Ντε Νίρο δεν τους έπεισε!
Ωστόσο, από τους έξι πράκτορες με τη βαλίτσα, ο διάλογος των Γκρέγκορ και Σαμ βρήκε το νόημά του:
– Θα ήταν ωραίο να κάνουμε κάτι…
– Μα, κάνουμε. Καθόμαστε εδώ και περιμένουμε.
Απουσία πράξης; Οχι. Μένουμε σπίτι Κάνοντας κάτι σοβαρό: Αρνούμεθα να συναντηθούμε με τον κύριο Κορονοϊό. Για μας, για τους άλλους…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου