Από την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου, όλοι οι Ελληνες βρισκόμαστε θεατές μιας κοινωνικής κατάστασης που, ωστόσο, δεν αποφέρει μόνο κοινωνιολογικές συνέπειες στη χώρα μας, αλλά έχει εθνικό αντίκτυπο.
Της δρ Άννας Κωνσταντινίδου*
Γιατί η μετανάστευση των ομάδων είναι ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο, παρ’ όλα αυτά με τον τρόπο που εξελίσσεται τις τελευταίες ημέρες, καθώς υποκινείται από την τουρκική πλευρά με ανορθόδοξο τρόπο, δεν είναι καθόλου παρακινδυνευμένο να ειπωθεί ότι για το κράτος μας ενέχει τη διάσταση ενός «ακήρυχτου πολέμου».
Δεν θα σταθώ στο γεγονός του μεταναστευτικού ζητήματος ως κοινωνική συνέπεια που ωθεί τα άτομα να φύγουν από την πατρίδα τους, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή σε μία άλλη χώρα. Τη δεδομένη, όμως, χρονική στιγμή έχουμε να κάνουμε με το ζήτημα ότι ένα κοινωνιολογικό θέμα, όπως είναι το μεταναστευτικό/ προσφυγικό, χρησιμοποιείται τεχνηέντως από την τουρκική πλευρά προκειμένου να προσβάλει την εθνική υπόσταση τής Ελλάδας. Και με το πρόσχημα των πολεμικών συρράξεων που μαίνονται στη Μέση Ανατολή, ο Τούρκος πρόεδρος εξωθεί προς την Ελλάδα και εν γένει προς την Ευρώπη πληθυσμούς αφενός με ταυτόσημα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά (π.χ. δόγμα, θρησκεία) με το τουρκικό κράτος, αφετέρου με προέλευση από χώρες που έχουν αναπτυγμένες διακρατικές σχέσεις με την Τουρκία (π.χ. Πακιστάν). Γιατί οι ομάδες αυτές που είναι αναπτυγμένες κατά μήκος των ελληνικών συνόρων στον Εβρο ή αποβιβάζονται με βάρκες στα ελληνικά νησιά κάθε άλλο παρά στην πλειονότητά τους προέρχονται από τη Συρία και τη Λιβύη.
Η ίδια η ελληνική κυβέρνηση, μέσω των ενεργειών της, έκανε αισθητή την κρισιμότητα τής κατάστασης. Και δεν θα σταθώ στο πλέον πασιφανές, ότι η χώρα μας είναι το σύνορο τής Ευρώπης. Και επειδή φοβάμαι ότι οι συγκλήσεις των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων θα έχουν ως αποτέλεσμα τα συνήθη ευχολόγια, η ελληνική πλευρά είναι αναγκαίο να καταστήσει σαφή στους Ευρωπαίους αντιπροσώπους δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι ότι η χώρα μας δεν μπορεί να αποτελέσει «αποθήκη ψυχών» ούτε εθνοφυλετικό καταφύγιο. Ούτε η πρόκριση ελληνικών ακατοίκητων νησιών είναι μία προσωρινή λύση, καθώς ο εποικισμός αυτός μακροπρόθεσμα (γιατί ουδέν μονιμότερον του προσωρινού) θα εγείρει αξιώσεις με απρόβλεπτες εθνικές συνέπειες. Μία ενδεχόμενη λύση θα ήταν η προώθηση και προσωρινή εγκατάσταση των μεταναστευτικών ομάδων σε de facto κράτη, που επειδή ως απότοκα τής διπλωματίας σε πολλές περιπτώσεις ακόμα επιτηρούνται από αυτήν, είναι και πιο εύκολο για τον διεθνή παράγοντα να χειριστεί θεσμικά στα περιβάλλοντα αυτά τις μεταναστευτικές ροές.
Το δεύτερο είναι ότι το κράτος μας είναι αναγκαίο να καταστήσει σαφές στους Ευρωπαίους συμμάχους μας ότι τα δικά τους κρατικά περιβάλλοντα είναι πιο τρωτά από ό,τι η χώρα μας σε μία άνευ όρων επέλαση όλων αυτών των ομάδων. Και αυτό συμβαίνει επειδή τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ήδη αναγνωρισμένες, πολυπληθείς, εθνικές παροικίες στο εσωτερικό τους από χώρες που προέρχονται οι σημερινοί μετανάστες. Το πρόβλημα έχει αντιληφθεί, ως φαίνεται, μόνο η Αυστρία. Το σημερινό μεταναστευτικό ζήτημα στη βάση των τωρινών δεδομένων δεν είναι απλά ένα πρόβλημα με εθνικές διαστάσεις, αλλά ένα θέμα με ευρωπαϊκές συνέπειες. Και επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας «ζωντανός οργανισμός», είναι επιβεβλημένο να περιφρουρήσει με θεσμικό τρόπο την εθνική ασφάλεια των πολιτών της.
*Η δρ Αννα Κωνσταντινίδου είναι ιστορικός-διεθνολόγος
Από την έντυπη έκδοση