Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Η άνοδος του Ναζισμού έκανε επιβεβλημένη την καταφυγή της στη Γαλλία, από όπου μετά την εισβολή των Γερμανών στο Παρίσι, μετέβη στη Νέα Υόρκη, όπου ασχολήθηκε με την πανεπιστημιακή διδασκαλία και την συγγραφή φιλοσοφικών δοκιμίων.
Το τρίτομο έργο της «Πηγές του Ολοκληρωτισμού» και ιδιαιτέρως, το τρίτο μέρος του «Το Ολοκληρωτικό σύστημα» αποτελεί και σήμερα ένα από τα σημαντικότερα και πλήρη κείμενα για την μελέτη και κατανόηση του ολοκληρωτισμού, είτε ως κίνημα είτε ως καθεστώς.
Σήμερα, 65 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του συγγράμματός της (1951), από την Ευρώπη εκπέμπονται σήματα λυγρά· στον Ευρωπαϊκό χώρο παρατηρούνται φαινόμενα και ανιχνεύονται τάσεις παρόμοιες με εκείνες που ενίσχυσαν την ανάπτυξη των ολοκληρωτικών κινημάτων και συνετέλεσαν στην επιβολή τους ως καθεστώτα.
Η Ευρώπη, υπό την σκιά της οικονομικής κρίσης, της ανεργίας, του κύματος προσφύγων από την Αφρική, την Μέση Ανατολή και την Ασιατική Υποήπειρο και την τρομοκρατία κατευθυνόμενη κυρίως εξ Ανατολών -έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις, φυσικοί αυτουργοί είναι Ευρωπαίοι πολίτες-, διολισθαίνει στον συντηρητισμό· εγκαταλείπεται στην πολιτισμική ύφεση και σε τίποτε δεν θυμίζει την Ευρώπη των προηγουμένων 10ετιών.
Δεν τίθεται αμφιβολία ότι η Ευρώπη αλλάζει. Η πύκνωση των εξελίξεων, δηλαδή η επιτάχυνσή τους -η οποία συνήθως συμβαίνει εν όψει ολοκληρώσεως αλλαγών-, υπογραμμίζει αυτή την πορεία. Η κατεύθυνση, όμως, παραμένει ζητούμενο. Και είναι ζητούμενο -τουλάχιστον μέχρι την στιγμή αυτή-, απροσδιόριστο και ασαφές, γιατί ασαφής και αδιαμόρφωτη είναι η πολιτική επιθυμία και συνακολούθως δεν υπάρχει διατύπωση πολιτικού οράματος.
Στεκόμαστε και εμείς και οι ηγεσίες αμήχανοι και παρακολουθούμε το παρελθόν να επιστρέφει οξυμένο και να καλλιεργείται μια αμφίδρομη σχέση ξενότητας τόσο μεταξύ των πολιτικών σχημάτων όσο και μεταξύ της Ευρώπης ως διευρυμένης και προϋπαρχούσης έννοιας και της ΕΕ, δηλαδή της θεσμικής Ευρώπης.
Ο «ευρωσκεπτικισμός» δεν είναι σήμερα μια απλή μειοψηφική τάση, κάποια γραφικότητα επιρρεπών στην «συνομωσιολογία». Είναι το όχημα επανόδου του καταγωγικού συμβάντος, εκείνο, το οποίο συνέστησε την Ε.Ε., με συνέπεια το «εθνικό κράτος» να τίθεται εν αντιθέσει με την θεσμική Ευρώπη. Για το εθνικό κράτος το πρόβλημα είναι η ΕΕ και για την ΕΕ το πρόβλημα εκκινεί από τα εθνικά κράτη.
Εντός αυτού του περιβάλλοντος κάποιοι ηγέτες Κρατών-Μελών της Ένωσης, στην πλειοψηφία στελέχη των καταρρευσάντων κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, με μεγάλη ευκολία αναπτύσσουν ρητορική η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του λαϊκισμού και κινείται προς τον φασισμό και τον ρατσισμό, ενώ, από αυτό το προσκλητήριο σκοταδιστών δεν απουσιάζουν και οι αυθεντικοί νοσταλγοί των ναζί, οι θαυμαστές των φασιστικών, ημιφασιστικών, δικτατορικών ή τυραννικών καθεστώτων του παρελθόντος.
Μένει ώσπου να φύγει…
Στην Ελλάδα, η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου παίζει επικίνδυνα παιχνίδια με τους θεσμούς και σε περιπτώσεις, κινείται οριακά εντός Συνταγματικού πλαισίου, ενώ, σε αρκετές άλλες η τακτική της προσομοιάζει σε ολοκληρωτικές μεθοδεύσεις. Δεν είμαι σε θέση να πω με βεβαιότητα αν αυτό συμβαίνει βάσει κάποιου σχεδίου, το οποίο έχουν οι δύο τους εκπονήσει ή απλώς, είναι η φυσική πρακτική της λαϊκιστικής αντίληψης και πολιτικής τους σκέψης (;). Σίγουρα, ο Πρωθυπουργός έχει υπ’ όψιν μεθόδους που αναπτύχθηκαν επί σταλινισμού και ο συνεταίρος του τις αντίστοιχες εκείνες, άλλης ιδεολογικής προσέγγισης ολοκληρωτικών κινημάτων. Δεν είναι τυχαία η συνύπαρξή τους.
Άλλωστε, ας μην λησμονείται ότι κατά το παρελθόν, οι δύο κατ’ εξοχήν εκπρόσωποι του ολοκληρωτισμού στην Ευρώπη -Χίτλερ και Στάλιν- έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλον, ενώ, ούτε η πρακτική τους διέφερε σε πολλά σημεία.
Η περιέργως αγαστή συνεργασία ενός «αριστερού» πρωθυπουργού και ενός εθνο-λαϊκιστή πολιτικού αρχηγού, ο οποίος κινείται στα όρια της ακροδεξιάς, είναι απολύτως ερμηνεύσιμη, και η ανάλυση της Arendt εισφέρει σημαντικά στην κατανόηση της.
Κρίσιμο διακύβευμα για την κατίσχυση των ολοκληρωτικών κινημάτων είναι η μετατροπή των πολιτών σε «μάζα». Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στηρίζονται στις μάζες, παρά τα εμφανή εγκλήματά ή τις καταστροφικές επιλογές τους. Αυτό, δεν δικαιολογείται από την άγνοια ή την προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου.
Κλείδα επιτυχούς καταλήξεως οποιασδήποτε επιχειρήσεως προπαγάνδας, είναι η περιφρόνηση για τα γεγονότα και την πραγματικότητα. Εξορκίζεται ο πραγματικός κόσμος, εντός του οποίου το άτομο είναι υποχρεωμένο να ζει και η οποία είναι απαγορευτική ή άκρως επώδυνη για την ύπαρξή του. Υποκινείται και μεθοδεύεται μία εξέγερση των μαζών ενάντια στον ρεαλισμό και την αληθοφάνεια του κόσμου.
Εγκαθιδρύεται ένας κόσμος σύμφωνος με την θεωρία τους και ψεύτικη συνοχή που ικανοποιεί το ανθρώπινο μυαλό καλύτερα από την πραγματικότητα.
Προσφέρουν, στην έτοιμη να αποδεχθεί κάτι σχετικό, μάζα καταφύγιο από την πραγματικότητα· ένα οικείο περιβάλλον, εντός του οποίου αισθάνονται προστασία και θεωρούν ότι αποτρέπουν τα πλήγματα που η πραγματικότητα επιφυλάσσει σε όνειρα και ελπίδες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγιστοποιείται η ισχύς προπαγάνδας ενός ολοκληρωτικού κινήματος ή καθεστώτος. Η ικανότητά της να αποκόπτει τις μάζες από την πραγματικότητα, δημιουργώντας ένα σιδηρούν παραπέτασμα, το οποίο δεν επιτρέπει να διέλθει ψήγμα πραγματικότητας ώστε να ταράξει την μακάβρια ηρεμία του ολοκληρωτικού φαντασιακού κόσμου, τον οποίο και προσφέρει προς κατανάλωση.
Η θεωρία συνομωσίας, η κατασκευή εξωτερικών εχθρών και εσωτερικών προδοτών, είναι το πλέον αποδοτικό εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια. Και ό Χίτλερ και ο Στάλιν κατέφυγαν Εβραϊκή συνομωσία. Ο Χίτλερ με την «τελική λύση» και το Σοβιετικό καθεστώς με απηνή διωγμό σε όλα τα κέντρα επιρροής του, με αφετηρία την δίκη Ράϊκ στην Ουγγαρία το 1952, την υπόθεση Αννα Πάουερ στην Ρουμανία και την δίκη Σλάνσκι στην Τσεχία, κατέληξε στις διώξεις όλων των ανωτάτων στελεχών του κόμματος με εβραϊκή και αστική καταγωγή, καταγγέλλοντας όλους τους Εβραίους ως Σιωνιστές και μίσθαρνα του ιμπεριαλισμού.
Οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί που συνιστούν την κυβερνητική πλειοψηφία μετέρχονται παρόμοιων μεθοδεύσεων· η διάκριση μνημόνιο-αντιμνημόνιο συσπείρωσε τους πολίτες σε βάση, η οποία με την αφαίρεση κάθε άλλου ιδεολογικού περιεχομένου, εκινείτο επί ολοκλήρου του πολιτικού φάσματος από την άκρα αριστερά μέχρι την άκρα –ακρότατη- δεξιά.
Επακολούθησε, ο διαχωρισμός σε προδότες και πατριώτες με την ανάπτυξη ακραίας συνθηματολογίας και διχαστικής ρητορικής: «Ή εμείς ή αυτοί», «στις 20 ψηφίζουμε στις 21 φεύγουν» κ.ά. Όλοι εκείνοι που πρέσβευαν -έστω και αφού χρειάστηκε να κάνουν κάποια βόλτα από το Ζάππειο-, την προσαρμογή στην νέα πραγματικότητα την οποία διαμόρφωνε η δημοσιονομική κρίση, χαρακτηρίσθηκαν ως «προδότες πολιτικοί», «Γερμανοτσολιάδες» κ.λπ. Ανεσύρθη ό,τι πιο ταπεινό και χυδαίο διαθέτει ο άνθρωπος και επέτυχαν την αποτροπή εκτυλίξεως και εφαρμογής του φάσματος μεταρρυθμίσεων τις οποίες είχε και έχει ζωτική ανάγκη η χώρα. Βέβαια, σε αυτή την ολική, την ισοπεδωτική απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών, συνέβαλλαν για πολλά προηγούμενα έτη και τα ΜΜΕ, τα οποία βέβαια εισπράττουν και αυτά με την σειρά τους το μερίδιό τους στην απαξίωση.
Το φαινόμενο του brutal υφυπουργού δεν εμφανίσθηκε αιφνιδίως. Είχε καλλιεργηθεί καταλλήλως το έδαφος και οι συνθήκες.
Ο προπηλακισμός πολιτικών, ακόμη και με αναφορές στην εμφάνισή τους ή κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους (χοντρός, κοντός, σακάτης κ.λπ.) άρχισε να συστηματοποιείται. Εκδηλώσεις και ομιλίες «μνημονιακών» κομμάτων ματαιώνονταν γιατί κάποιοι οργανωμένα «την έπεφταν», χυδαιολογούσαν και διέλυαν την εκδήλωση.
Ουσιαστικά, απαγόρευαν σε κάποιους ανήκουν, να επιλέγουν άλλο πολιτικό κόμμα ή εν πάση περιπτώσει να θέλουν να ακούσουν και την άλλη εκδοχή, ενώ η πλειοψηφία της κοινωνίας παρακολουθούσε απαθής.
Δημιουργήθηκε –δεν λέγω με βεβαιότητα ότι αυτό ήταν η αρχική πρόθεση, αλλά, έτσι κατέληξε δίχως καμία αντίδραση για το αντίθετο- ένα ολοκληρωτικό κίνημα. Η προσπάθεια εξελίξεώς του σε καθεστώς είναι νομοτελειακή συνέχεια; Λειτουργεί με την αρχική κεκτημένη ταχύτητα και με την ιδεοληψία ως καύσιμο;
Η θεώρηση, αυτή, ενισχύεται και από τις τελευταίες εμφανίσεις, δηλώσεις και συμπεριφορά των κυβερνητικών παραγόντων και βουλευτών του Συριζα μετά και την απόφαση του ΣτΕ με την οποία ο Ν. 4339/2005 (νόμος Παπά) κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Στην κρίση των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, του Δικαστηρίου που αποτελεί καταφυγή των αδικουμένων από την κρατική ή κυβερνητική αυθαιρεσία πολιτών, αντιπαρατέθηκαν τα παιδάκια που στερούνται το πρωινό τους και μύρια όσα γελοία και αίολα επιχειρήματα.
Δεν είναι το ΣτΕ που στερεί τα πρωινά από τα παιδάκια και τους νοσηλευτές από τα νοσοκομεία καλή μου κυρία. Είναι οι αβέλτηρες αποφάσεις σας, είναι η αλλαζονία και η μνησικακία σας, είναι τα σύνδρομα (κόμπλεξ) που αναπτύξατε στο περιθώριο της πολιτικής ζωής μέχρι σήμερα. Είναι ότι στα πολιτικά θέματα απαντάτε με ευτελείς τακτικισμούς υποθηκεύοντας την προοπτική, τις αξίες και τις αρχές.
Και βέβαια, μην τολμήσετε να επικαλεσθείτε για μια ακόμη φορά το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς, γιατί θα είσθε ένοχοι ενσυνείδητης καπηλείας. Αυτό, το όποιο ηθικό πλεονέκτημα κτίσθηκε με κορμιά και αίμα πραγματικών αγωνιστών, σε πραγματικούς αγώνες. Στον Γράμμο, το Βίτσι, στα Γιούρα και τα Μακρονήσια. Δεν σας ανήκει. Δεν ανήκει σε μια παρέα βολεμένων, αβασάνιστων και κομπλεξικών ή -πολύ περισσότερο- σε μια συμμορία εξουσιομανών αρπακτικών, ενίοτε παρεπιδημούντων σε χώρες της Λατινικής Αμερικής…