Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
«Με την εκλογή του ο Μητσοτάκης αύξησε τους στόχους από 2,5% σε 3,5%. Για το 2021 θέλει να δώσει ανταλλάγματα για κάτι το οποίο είχαμε ήδη. Πλεόνασμα υποκρισίας, έλλειμμα αξιοπιστίας», έγραψε στο twitter ο πρώην υπουργός του Τσίπρα, Νίκος Παππάς.
Η διαστρέβλωση της αλήθειας έχει γίνει πια έξη στον ΣΥΡΙΖΑ. Κατ’ αρχάς, ο Μητσοτάκης δεν ανέβασε κανέναν στόχο. Αντιθέτως, βρήκε τις υπογραφές του Τσίπρα, ο οποίος νομοθέτησε (και μάλιστα δύο φορές) την υποχρέωση της Ελλάδας να πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2022. Και όχι μόνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δέσμευσε τη χώρα για συνεχή πλεονάσματα έως το 2059.
Ο ισχυρισμός του Παππά ότι ο στόχος μειώθηκε στο 2,5% δεν είναι σοβαρός. Πρόκειται για ένα μπακαλοτέφτερο που παρουσίασε ο Τσίπρας μαζί με τον Τσακαλώτο στο Ζάππειο, λίγο πριν από τις ευρωεκλογές όταν έβλεπαν ότι έρχεται η καταιγίδα της λαϊκής ετυμηγορίας. Το 2,5% μπορεί να «συμφωνήθηκε» στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ Σκουρλέτη, Ευκλείδη και Φλαμπουράρη, αλλά ο Τσίπρας υπέγραψε για 3,5%. Επομένως, δεν έγινε καμία αύξηση στόχων από τη νέα κυβέρνηση.
Αντιθέτως, ο σχεδιασμός του Μαξίμου για μία πιθανή μείωση του πλεονάσματος για τη διετία 2021-2022 έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήξερε ότι σε αυτήν τη συγκυρία οι δανειστές θα έμεναν στις υπογραφές του Τσίπρα και δεν θα συζητούσαν την αλλαγή των στόχων. Γι’ αυτό επιδιώκει την ενίσχυση της ανάπτυξης με φορολογικά μέτρα, όπως τη μείωση των συντελεστών για τις επιχειρήσεις από 28% σε 24%, και απλοποιώντας τις διαδικασίες αδειοδότησης.
Τα πρώτα μηνύματα είναι θετικά. Οι αγορές έχουν υποδεχθεί με θέρμη το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα και έχουν ρίξει το επιτόκιο για τα δεκαετή ομόλογα στο 1,5%. Μόνο από αυτήν την εξέλιξη το Δημόσιο μπορεί να εξοικονομήσει 500 εκατομμύρια σε ετήσια βάση (0,25% του ΑΕΠ). Οι επενδύσεις στο Ελληνικό (ύψους 5 δισεκατομμυρίων) και στον Πειραιά από την κινεζική Cosco (άνω των 800 εκατομμυρίων ευρώ) στέλνουν μηνύματα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν ευκαιρίες στην Ελλάδα. Το επιχειρηματικό κλίμα βελτιώνεται, η καταναλωτική διάθεση για αγορές αυξάνεται. Δεν είναι όλα ρόδινα στην οικονομία, αντιθέτως τα νοικοκυριά στενάζουν ακόμη από την υπερφορολόγηση και την καθήλωση των εισοδημάτων. Ομως, για πρώτη φορά εμφανίζεται ένα σχέδιο σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας με έμφαση στη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
Ο Τσίπρας εμφάνιζε πλεονάσματα της τάξης του 4,5% σε συνθήκες ύφεσης ή με ανάπτυξη 1,3%. Ο Μητσοτάκης θέλει να πετύχει για το 2020 πλεόνασμα 3,5%, αλλά με αύξηση του ΑΕΠ κοντά στο 7%, ώστε να διεκδικήσει τη μείωση των στόχων. Αυτή ίσως είναι και η διαφορά ανάμεσα στα μπακαλότεφτερα του ΣΥΡΙΖΑ και σε μία ρεαλιστική οικονομική πολιτική με αρχή, μέση και τέλος.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου