Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα που είναι υπαρκτό όλους τους μήνες του χρόνου και σε μεγάλο βαθμό εξηγεί και την αδυναμία των νοικοκυριών να προγραμματίσουν καλοκαιρινές διακοπές.
Η ακρίβεια τσακίζει καθημερινώς τις τσέπες των νοικοκυριών και η έμμεση φορολογία, που γιγαντώθηκε στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ο πιο ύπουλος εχθρός των οικογενειακών προϋπολογισμών.
Μετά την «περήφανη» διαπραγμάτευση του 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα υπέγραψε ό,τι του έφεραν οι δανειστές. Το τρίτο μνημόνιο βασίσθηκε κατά 90% στην αύξηση της φορολογίας και μόνο κατά 10% στην περικοπή δαπανών. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να προστατέψει τις κομματικές στρατιές και να διογκώσει το κράτος. Ο μοναδικός τρόπος για τη χρηματοδότηση της πολιτικής αυτής ήταν η αύξηση της φορολογίας.
Πρώτο βάναυσο μέτρο η αύξηση του ΦΠΑ στο 24% από 13% για τα τρόφιμα και την εστίαση. Μόνο από αυτό το μέτρο τα νοικοκυριά πλήρωσαν 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ έξτρα φόρους την περίοδο 2015-2019. Κατέβαλαν δηλαδή έναν επιπλέον ΕΝΦΙΑ επειδή ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης απειλούσαν τους δανειστές ότι θα οδηγούσαν την Ελλάδα στην αυτοκτονία με το Grexit.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φορολόγησε τα πάντα. Αύξησε τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τον ΦΠΑ σε καύσιμα και θέρμανση. Επέβαλε τέλη σε σταθερή τηλεφωνία, καφέ, κρασί, ιντερνέτ, συνδρομητική τηλεόραση, με αποτέλεσμα η σχέση έμμεσης και άμεσης φορολογίας να είναι η επαχθέστερη των τελευταίων δεκαετιών.
Στην Ελλάδα έχουμε τις υψηλότερες τιμές στην Ευρώπη στα καύσιμα με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να διαθέτουν ένα σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού τους στις μετακινήσεις των εργαζομένων μελών τους. Τα ακριβά καύσιμα εμποδίζουν την ανάπτυξη του οδικού τουρισμού, επιβαρύνουν το κόστος των συγκοινωνιών και επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Στα σούπερ μάρκετ η κατάσταση είναι επίσης δραματική. Η επιβολή ΦΠΑ 24% σε εκατοντάδες είδη πρώτης ανάγκης το 2015 ανέβασε τις τιμές, οι οποίες δύσκολα κατεβαίνουν παρά την επαναφορά του ΦΠΑ στο 13%. Επίσης ο ανταγωνισμός δεν φαίνεται να λειτουργεί σε βασικά προϊόντα όπως τα είδη καθαρισμού, όπου οι τιμές παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και σίγουρα δεν αιτιολογούνται από το κόστος παραγωγής. Εάν σε αυτά προσθέσουμε το υψηλό κόστος που έχουμε στις τηλεπικοινωνίες, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και βέβαια τις δαπάνες εκπαίδευσης σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, που κάθε χρόνο δοκιμάζουν τις αντοχές των νοικοκυριών, το παγόβουνο της ακρίβειας παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Συνολικά οι πολίτες έχουν να αντιμετωπίσουν δύο βασικά προβλήματα. Την υπερφορολόγηση που μοιραία μετακυλίεται στις τιμές καταναλωτή αλλά και την ανεπαρκή παρακολούθηση της αγοράς, στη διαδρομή των τιμών από την παραγωγή μέχρι το τελικό ράφι.
Η ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης οφείλει να χαρτογραφήσει την αγορά και να εντοπίσει τις εστίες της ακρίβειας. Εκεί όπου οι φόροι αποτελούν τον κύριο παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών, όπως στα καύσιμα, μοναδική λύση είναι η αποκλιμάκωση των επιβαρύνσεων. Υπάρχουν όμως δεκάδες άλλες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, όπου η ακρίβεια είναι αδικαιολόγητη και οι τιμές διαμορφώνονται σε επίπεδα, που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, πώς εξηγείται το γεγονός ότι έχουμε πανάκριβες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες; Πρέπει να δοθούν απαντήσεις γιατί οι τιμές για το καλάθι της νοικοκυράς αλλά και για τις βασικές ανάγκες των νοικοκυριών βρίσκονται σε επίπεδα προ κρίσης όταν τα εισοδήματα έχουν μειωθεί 30% με 40%.
Η νέα κυβέρνηση έχει πεδίο δόξης λαμπρό. Οχι μόνο στο σκέλος των φόρων, όπου είναι διακηρυγμένη η θέση της για δραστικές μειώσεις σε βάθος τετραετίας, αλλά και στην πάταξη φαινομένων που παραβιάζουν τις αρχές του ανταγωνισμού και φορτώνουν με βάρη τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Η μείωση των τιμών θα ανακουφίσει νοικοκυριά, θα τονώσει την εγχώρια παραγωγή και θα αναβαθμίσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας. Είναι πρωτεύον ζήτημα γιατί σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς κάθε ευρώ μετράει.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου