Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Η βρετανική οικονομία θα πληρώσει βαρύ τίμημα για το Brexit και την αβεβαιότητα που συνδέεται με αυτό, ενώ η Ε.Ε. θα υποστεί πλήγμα στρατηγικής σημασίας, γιατί είναι πρακτικά αδύνατο να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ ή την Κίνα έχοντας χάσει το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πολιτικοί ελιγμοί
Στην Ελλάδα θεωρούμε τον βρετανικό κοινοβουλευτισμό εξαιρετικά αναπτυγμένο και αποτελεσματικό.
Αυτά που συμβαίνουν με το Brexit εδώ και τέσσερα χρόνια χαλάνε τη θετική εικόνα του βρετανικού κοινοβουλευτισμού.
Σε αυτή τη φάση κυριαρχούν οι εσωκομματικοί υπολογισμοί, με τους Συντηρητικούς να προχωρούν αργά αλλά σταθερά προς την επικύρωση της συμφωνίας. Οι εσωκομματικοί αντίπαλοι της πρωθυπουργού κ. Μέι την πιέζουν να δεχτεί την ημερομηνία παραίτησής της από την ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος και από την πρωθυπουργία για να διεκπεραιώσουν μία συμφωνία την οποία παρουσιάζουν σαν ιδιαίτερα προβληματική.
Η εικόνα που δημιουργούν είναι ότι δεν τους ενδιαφέρει τόσο η συμφωνία όσο η αλλαγή της ηγεσίας. Δεν είναι βέβαιο ότι θα τα καταφέρουν, γιατί η κ. Μέι αποδεικνύεται ανθεκτική και ευέλικτη και προσπαθεί να παρακάμψει τους εσωκομματικούς της αντιπάλους συνεννοούμενη με την ηγεσία του Εργατικού Κόμματος.
Μεταξύ των βουλευτών του Εργατικού Κόμματος υπερισχύουν οι φιλοευρωπαϊστές, οι οποίοι ταλαντεύονται μεταξύ μιας ήπιας μορφής Brexit και της διενέργειας ενός δεύτερου δημοψηφίσματος με στόχο να παραμείνει η χώρα τους στην Ε.Ε.
Στην ηγεσία όμως βρίσκεται ο κ. Κόρμπιν, ο οποίος δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην προώθηση μιας ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής και δεν ενδιαφέρεται για την αποτροπή του Brexit. Κάνει ό,τι μπορεί για να φέρει σε δύσκολη θέση την κ. Μέι και να προκαλέσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα τις κερδίσει.
Στο βρετανικό Κοινοβούλιο πραγματοποιούνται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα σε σχέση με το Brexit. Είναι εντυπωσιακό ότι απορρίπτονται ακόμη και αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις, ενώ αλλάζει από εβδομάδα σε εβδομάδα ο αριθμός βουλευτών που υποστηρίζει αυτές ή παραλλαγές τους.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Εχουμε, λοιπόν, την εικόνα μιας αδύναμης κυβέρνησης που δεν μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά το Brexit, ενός κομματικού συστήματος που πάσχει από εσωστρέφεια και δεν μπορεί να χαράξει εθνική στρατηγική σε ένα τόσο σημαντικό θέμα και μιας Βουλής χωρίς σταθερές επιλογές και σε αγωνιώδη αναζήτηση κάποιας πλειοψηφίας που θα υποστηρίξει μια συγκεκριμένη θέση.
Η πλευρά της Ε.Ε.
Η πρωθυπουργός κ. Μέι παίζει με τον πολιτικό χρόνο και τα νεύρα των πολιτικών αντιπάλων της και ζητάει παράταση των προθεσμιών που προβλέπονται για το Brexit.
Το πρόβλημα είναι ότι ούτε η Ε.Ε. των 27 είναι σε θέση να χαράξει κοινή στρατηγική έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου.
Δεν υπάρχει κυβέρνηση κράτους-μέλους της Ε.Ε. που να υποστηρίζει ανοιχτά την ανατροπή του Brexit και την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. Οι προσπάθειες που έκαναν φιλοευρωπαίοι Βρετανοί πολιτικοί, με κορυφαίο τον Εργατικό πρώην πρωθυπουργό Τόνι Μπλερ, να προκαλέσουν μία θετική ευρωπαϊκή αντίδραση για τη ματαίωση του Brexit, έπεσαν στο κενό.
Οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται κουρασμένοι από τις βρετανικές περιπέτειές τους και πολλοί από αυτούς δείχνουν ανακουφισμένοι επειδή, όπως όλα δείχνουν, θα απαλλαγούν από έναν εξαιρετικά απαιτητικό εταίρο, που ζητούσε συστηματικά ειδική μεταχείριση και εξαιρέσεις από τους κανόνες και τις πολιτικές που εφαρμόζονται.
Η εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Ε.Ε. δεν ευνοεί τη δραστηριοποίηση των δυνάμεων που είναι υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. Η πορεία προς τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου χαρακτηρίζεται από τη σταθερή άνοδο των δυνάμεων της σκληρής και της άκρας Δεξιάς. Οι ευρωσκεπτικιστές και οι αντιευρωπαίοι κερδίζουν πολιτικό έδαφος και είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, σε περίπτωση που θα επιχειρήσουν να ματαιώσουν το Brexit, ότι «συνωμοτούν» εις βάρος της κυριαρχίας και της εκφρασμένης θέλησης του βρετανικού λαού.
Με βάση την επιχειρηματολογία που αναπτύσσουν, οι Βρυξέλλες είναι ένα υπερεθνικό κέντρο αποφάσεων που εμποδίζει την ελεύθερη έκφραση των ευρωπαϊκών λαών και απειλεί την πολιτική ανεξαρτησία των εκλεγμένων κυβερνήσεων. Είναι φανερό ότι σε αυτές τις συνθήκες πολύ δύσκολα θα αναλάβουν οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας το πολιτικό ρίσκο να επιχειρήσουν να ματαιώσουν το Brexit.
Η ολλανδική ασθένεια
Το Brexit παράγει ήδη πολιτικά αποτελέσματα στην Ε.Ε. Στις περιφερειακές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα στην Ολλανδία αναδείχθηκε πρώτη δύναμη ένα νέο σκληρό δεξιό κόμμα, το οποίο διεκδικεί, μεταξύ των άλλων, την αποχώρηση της Ολλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ανέπτυξε τις δυνάμεις του κερδίζοντας ψηφοφόρους από το ακροδεξιό κόμμα του Βίλντερς και τον κυβερνητικό συνασπισμό κεντροδεξιών κομμάτων.
Το Brexit δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την Ε.Ε. Αποδεικνύει στην πράξη ότι μια χώρα που μπαίνει στην Ε.Ε. μπορεί και να βγει από αυτήν, παρά τις πρακτικές δυσκολίες και το μεγάλο οικονομικό κόστος. Επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο είναι από τα πιο αναπτυγμένα και σημαντικά κράτη-μέλη της Ε.Ε., η απόφαση υπέρ του Brexit ενθαρρύνει πολιτικές δυνάμεις σε ιδιαίτερα αναπτυγμένες χώρες, όπως είναι η Ολλανδία και η Γερμανία, να διεκδικήσουν και αυτές αποχώρηση από την ευρωζώνη ή πλήρη έξοδο από την Ε.Ε.
Το σκεπτικό είναι ότι μια εξαιρετικά αναπτυγμένη χώρα της Ε.Ε. μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα μόνη της στην εξαιρετικά ανταγωνιστική παγκοσμιοποιημένη οικονομία, παρά κουβαλώντας τις υποχρεώσεις και τους περιορισμούς που συνδέονται με τη συμμετοχή στην Ε.Ε.
Την τελευταία πενταετία η Ε.Ε. μπόρεσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 αλλά η συνοχή και η προοπτική της κινδυνεύουν από το Brexit και τις παρενέργειές του.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής