Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Η ταυτόχρονη παρουσία στην Καρθαγένη του γ.γ. του ΟΗΕ Μπανκ Κι Μουν, του Αμερικανού ΥπΕξ Τζον Κέρι, του προέδρου της Κούβας Ραούλ Κάστρο, εκπροσώπων του Βατικανού και άλλων λατινοαμερικανικών χωρών δημιουργεί βάσιμες ελπίδες ότι αυτή η ειρηνευτική απόπειρα δεν θα έχει την τύχη των προηγούμενων. Στις 2 Οκτωβρίου άλλωστε ο κολομβιανός λαός αναμένεται να εγκρίνει πανηγυρικά τη μετατροπή του FARC σε πολιτικό κόμμα, την αμνήστευση των 7.000 ανταρτών που θα καταθέσουν τα όπλα, τη σύσταση αδιάβλητων δικαστηρίων για τους εγκληματίες των δύο πλευρών και τη συμφωνία κυβέρνησης-ανταρτών για κοινή δράση εναντίον παρακρατικών συμμοριών, οι οποίες θα προσπαθήσουν να καλύψουν το κενό του FARC στα εδάφη της κοκαΐνης.
Το κολομβιανό αντάρτικο ξεκίνησε το 1964 όπως και τα περισσότερα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, με στόχο την προάσπιση των φτωχών αγροτών από τη βία και τις αυθαιρεσίες των γαιοκτημόνων. Στον πόλεμο αναμίχθηκαν οι ΗΠΑ, οι οποίες από ένα σημείο και μετά έστειλαν στρατό για να ελέγξει το εμπόριο ναρκωτικών και να παρατηρεί από κοντά τη Βενεζουέλα του Τσάβες.
Αντί να διδαχθεί από το παράδειγμα του Μπιλ Κλίντον, ο οποίος ζήτησε το 1999 συγγνώμη από τον ελληνικό λαό για το ρόλο CIA στη δικτατορία των συνταγματαρχών, ο Κέρι χάλασε τη γιορτή, λέγοντας ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ακόμη έτοιμες να βγάλουν το FARC από τη λίστα… τρομοκρατικών οργανώσεων. Προφανώς, επειδή αν οι Κολομβιανοί τα βρουν μεταξύ τους δεν θα χρειάζονται αμερικανούς χωροφύλακες.