Προσωπικά, όποτε έπιανα τον εαυτό μου να γράφει «κακά ελληνικά» στα κείμενα λόγω βιασύνης ή απροσεξίας, εκτός από τον πονοκέφαλο του εκάστοτε αρχισυντάκτη μου σκεφτόμουν πάντα: «Τι θα έλεγε ο Κριαράς αν το έβλεπε αυτό;».
Η πρώτη φορά που άκουσα για τον Εμμανουήλ Κριαρά, ήταν από τον πατέρα μου όταν βρισκόμουν ακόμη στο Λύκειο. Δεν είχα ιδέα για το ποιος είναι και τι είχε κάνει, αλλά εκείνη την ημέρα έτυχε να «φιλοξενείται» στο περιοδικό μίας Κυριακάτικης εφημερίδας μιλώντας για την ελληνική γλώσσα, τα στάδια από τα οποία πέρασε και πόσο σημαντικό υπήρξε για τον κόσμο το μονοτονικό σύστημα γραφής. Ο πατέρας μου περιορίστηκε να μου πει πως «είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει πολύ τις λέξεις». Μία ατάκα που αν και εκείνη την εποχή δεν μου έκανε εντύπωση, με έκανε και αναθεωρούσα όλο και περισσότερο καθώς περνούσαν τα χρόνια.
Αν ρίξει κανείς μία γρήγορη ματιά στα αφιερώματα που έχουν γραφτεί για τον Κριαρά στο Internet -και κυρίως την Wikipedia- θα βρει μία συνολική και συνάμα συνοπτική εικόνα για το έργο του. Ο Κριαράς μελέτησε την γλώσσα όπως οι θεολόγοι του μεσαίωνα τον Θεό. Για την ακρίβεια, η ελληνική γλώσσα υπήρξε ο θεός του Εμμανούηλ Κριαρά. Εκτός από υπέρμαχος της δημοτικής -μία θέση που δεν άρεσε σε κανέναν συντηρητικό συνάδελφο (και όχι μόνο) της εποχής του και την οποία υποστήριζε από τα μαθητικά του χρόνια- ο Κριαράς μελέτησε μεσαιωνική ελληνική ιστορία και φιλολογία, βυζαντινολογία, γενική και συγκριτική γραμματολογία, ενώ το «Λεξικό της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας, Γραπτής και Προφορικής» που εκδόθηκε το 1995, αποτελεί ευαγγέλιο για φιλολόγους, συντάκτες, διορθωτές και κάθε άλλο επαγγελματία που βρίσκεται στον χώρο μας. Ο Κριάρας όμως δεν ήταν μόνο ένας καλός φιλόλογος. Τις γνώσεις του τις ξεπερνούσε μόνο η ηθική του σαν άνθρωπος. Το 1968 απολύθηκε από την Χούντα για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Λέγεται μάλιστα πως πέρασε και ένα «αναμορφωτικό» 3ημερο στο ΕΑΤ-ΕΣΑ παρέα με πολλούς άλλους δημοκράτες φιλόλογους. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1944, είχε κάνει και φυλακή για τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Η δικαίωση του για το μονοτονικό σύστημα γραφής ήρθε με την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981, όπου αποφασίστηκε η σύνταξη των νόμων στην δημοτική, αλλά και να μεταγραφούν σε αυτή οι σημαντικότεροι δικαστικοί κώδικες. Πολιτικά, ήξερε πότε έπρεπε να συμμετάσχει και πότε να φύγει σαν κύριος. Έτσι όπως κάνουν οι αληθινοί και πραγματικοί άντρες. Το έργο του ωστόσο είναι τόσο μεγάλο που ένα αφιέρωμα μόνο δεν αρκεί.
Μπορούμε όμως να πούμε αυτό: ότι ο Εμμανουήλ Κριαράς ανήκει σε αυτή την μεγάλη οικογένεια των αναμορφωτών. Των ανθρώπων που είδαν πέρα από το σύστημα και τους κανόνες και που βάζοντας την κοινή λογική και την αγάπη για την επιστήμη τους, έβαλαν παράλληλα ένα μικρό λιθαράκι για να γίνει καλύτερος αυτός ο τόπος, αυτός ο λαός, λίγο σοφότερος. Χάρη στις θέσεις του για την δημοτική, μπόρεσε ο κόσμος να μάθει καλύτερα και ευκολότερα την γλώσσα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που από το 1983 και μετά, άρχισε να πέφτει κατακόρυφα το ποσοστό των αναλφαβήτων στη χώρα μας. Η απλουστευμένη «έκδοση» της νεοελληνικής γλώσσας με το μονοτονικόσύστημα γραφής, έδρασε σαν μία μεγάλη αγκαλιά κλείνοντας μέσα όλο και περισσότερο κόσμο που θέλησε να την μάθει. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο ίδιος ο Κριαράς, είχε δηλώσει το 2009 στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου να καταργηθεί η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στο Γυμνάσιο καθότι «η ταυτόχρονη διδασκαλία Νέων και Αρχαίων Ελληνικών στην πράξη προκαλεί σύγχυση, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να είναι γλωσσικά ακατάρτιστοι».
Τραμπ, Μπάιντεν και το δράμα των ομήρων
Και όλα αυτά, επειδή ο Κριαράς μπορεί να αγαπούσε τις λέξεις, αλλά είχε πάντα ως στόχο του τον ίδιο τον άνθρωπο. Το να κάνει την ζωή του μέσα από τις λέξεις πιο απλή, αλλά συνάμα πιο καταρτισμένη. «Μονοτονική», αλλά στο σημείο που θα θέλει από μόνος του να την γνωρίσει καλύτερα. Ο μεγάλος αυτός σύγχρονος λόγιος, καταλάβαινε την έννοια και την αξία της προσφοράς στον συνάνθρωπο μέσα από την ειδικότητα του καθενός. Δεν έκανε ό,τι έκανε επειδή ήταν η δουλειά του. Δεν το έκανε επειδή ήθελε να είναι άριστος σε αυτό. Ένιωθε υποχρέωση απέναντι στο κοινωνικό σύνολο για τη θέση και τις γνώσεις που είχε. Και ίσως να ήταν αυτό που τον κράτησε ζωντανό για 107 χρόνια. Το γεγονός ότι εκλάμβανε την δουλειά του σαν αποστολή.
Σήμερα, τον έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Όχι για όλα όσα υποστήριξε μέχρι το τέλος της ζωής του. Όχι μόνο για το έργο του. Αλλά για το πείσμα του και την αφοσίωση του, σε δύο πράγματα που αξιολογούσε πολύ υψηλότερα και πιο σημαντικά από εκείνον: τον άνθρωπο και πως η πορεία του στη ζωή χαρακτηρίζεται μέσα από τις λέξεις. Ήταν ίσως οι δικές του Νεφέλες. Μέσα από αυτές γίναμε όλοι καλύτερα στα γραπτά μας. Αλλά όσο μεγαλώνεις, διαπιστώνεις πως αυτό σε βοήθησε συνάμα να γίνεις και λίγο καλύτερος άνθρωπος.
Ίσως γι’ αυτό τον λόγο ο Εμμανουήλ Κριαράς συνήθιζε να λέει:
«Στη ζωή μου έκανα μόνο αυτό που θεωρούσα καθήκον μου».