Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Κινέζος επενδυτής πρόσφερε 600.000 ευρώ για ένα διαμέρισμα 40 τ.μ., στην περιοχή του Μακρυγιάννη. Προνομιακή περιοχή ασφαλώς, στα πόδια της Ακρόπολης, αλλά το ποσό παραμένει εξαιρετικά υψηλό για την Ελλάδα της κρίσης. Ομως ο επενδυτής από την Απω Ανατολή, δεν ήθελε απλώς να αυξήσει το χαρτοφυλάκιο ακινήτων του ανά τον κόσμο, αλλά να το εκμισθώσει με τη σειρά του ως βραχυχρόνια μίσθωση. Αν μεταφερθούμε μερικές δεκαετίες πριν, εκεί στα τέλη του ’80, αρχές ’90, θα θυμηθούμε εμείς οι παλαιότεροι πως κάποια στιγμή είχαμε κάνει «βραχυχρόνια μίσθωση κατοικίας» χωρίς να έχουμε ιδέα για τις Αirbnb του μέλλοντος.
Ηταν τα χρόνια του «rooms to let» χωρίς κανένα άλλο κριτήριο ή πιστοποιητικό. Οποιος είχε έστω και ένα σπιτάκι σε κάποιο νησί, το νοίκιαζε χωρίς να το δηλώνει πουθενά, χωρίς καν να διαθέτει τις στοιχειώδεις υποδομές του ΕΟΤ της εποχής. Αν η κίνηση στο νησί μάλιστα αυξανόταν υπέρμετρα, κανένα πρόβλημα. Οι ντόπιοι άνοιγαν το ίδιο τους το σπίτι και νοίκιαζαν με το δωμάτιο. Στρίμωχναν τα πράγματα του γιου ή της κόρης που σπούδαζε στην Αθήνα και βόλευαν τους ανέμελους τουρίστες. Ηταν μια πρωτόγονη εκδοχή των βραχυχρόνιων μισθώσεων, στην ουσία αόρατη, αφού κανείς δεν δήλωνε τις υπηρεσίες και φυσικά το έκτακτο εισόδημα.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Χρόνια αργότερα απλώς συνειδητοποιείς πως κάποιος έπρεπε να σκεφτεί πρώτος την οργάνωση της συγκεκριμένης αγοράς, με όλα όσα πρέπει να συνοδεύουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα. Ελεγχο και νόμιμα παραστατικά, ώστε να είναι και φορολογικώς τακτοποιημένη. Η ΤτΕ στην έκθεση της για τη νομισματική πολιτική αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως ο τομέας των βραχυχρόνιων μισθώσεων κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος σε όλη τη χώρα, οδηγεί στη σταδιακή ανάδειξη μιας νέας για τα ελληνικά δεδομένα επενδυτικής αγοράς για ακίνητα οικιστικής χρήσης. Η δυναμική μάλιστα που έχουν συμπαρασύρει τις τιμές και στις αγοραπωλησίες, δίνοντας πνοή ζωής στην αγορά του real estate, που αργόσβηνε.
Για την ώρα όλα δείχνουν πως υπάρχουν ακόμα πολλές προοπτικές ανάπτυξης. Αρκεί βέβαια να μην μας πιάσει η γνωστή ελληνική φούρια και καταστρέψουμε τις δυνατότητες αυτές, είτε με την εξοντωτική φορολόγησή τους είτε με νεοελληνικές αλχημείες και τσαπατσουλιές. Οσο για την αρχική είδηση, η απάντηση για τις προσδοκίες που γεννά έρχεται από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου στου Μακρυγιάννη: Δεν πούλησε, προφανώς επειδή εκτιμά ότι μπορεί να πιάσει περισσότερα…
Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]