Γράφει ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Οι πολιτικοί μας συνηθίζουν να σχεδιάζουν τη στρατηγική της χώρας βασιζόμενοι σε πελατειακές σχέσεις διάρκειας δύο ή στην καλύτερη περίπτωση πέντε χρόνων. Χωρίς να φροντίζουν να εξασφαλίσουν τη μελλοντική της πορεία και ανάπτυξη.
Για το μεγάλο και ζωτικής σημασίας πρόβλημα, που είναι το δημογραφικό και το οποίο δίνει τη συνέχεια σε ένα έθνος, δεν έχουμε ακούσει ή δει ποτέ κανένα σχόλιο. Αντιθέτως απουσιάζει από κάθε προϋπολογισμό και στα πολιτικά προγράμματα υπάρχει ως ευχολόγιο μόνο.
Η Ελλάδα κάθε χρόνο που περνά γίνεται η χώρα των γερόντων. Για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό του 1821 οι θάνατοι ξεπερνούν τις γεννήσεις. Τα νέα ζευγάρια δεν μπορούν να κάνουν παιδιά γιατί τα οικονομικά τους δεν το επιτρέπουν. Δεν έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν το μέλλον τους λόγω των οικονομικών περικοπών και της εργασιακής ανασφάλειας.
Τη στιγμή που ο ΟΗΕ σε έκθεσή του καταγράφει ότι: Το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί κατά 800.000 έως 2.500.000 σε σχέση με το σήμερα. Το 2050 θα απειλείται να είναι μια χώρα μεσηλίκων και γερόντων, καθώς η πλειοψηφία θα είναι άνω των 65 ετών, δηλαδή ο ένας στους τρεις θα εργάζεται για να καλύψει τις συντάξεις των ηλικιωμένων (30-33% από το 21% που είναι σήμερα ενώ το 1951 ήταν 7%. Οι κάτω των 14 ετών θα είναι μόλις το 12 – 14% από το 15% που ήταν το 2016 και το 1951 28%). Το 2050 θα είμαστε κάτω από εννέα εκατομμύρια και το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα θα καταρρεύσει νομοτελειακά.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Σε συνδυασμό με τις κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα για μια χώρα και την παραγωγικότητα της οικονομίας σε σχέση με την ευέλικτη απασχόληση και όχι με σταθερή εργασία η οποία διασφαλίζει τους εργαζόμενους και το μέλλον τους.
Τα τελευταία χρόνια η οικονομική πολιτική, αντί να δίνει κίνητρα στα νέα ζευγάρια, κόβει κάθε προνόμια και κάθε επίδομα και, το χειρότερο, φορολογούν τα παιδιά ως τεκμήριο. Ακόμα πιο τραγικό είναι ότι, σε μια χώρα που έχει μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα αναπαραγωγής, το κράτος φορολογεί τις πολυμελείς οικογένειες περισσότερο από αυτές που δεν έχουν παιδιά. Ας δούμε τη διαχρονικότητα των στοιχείων της γονιμότητας: Την περίοδο 1960 – 1981 είχαμε 2 – 3 παιδιά ανά οικογένεια, το 1982 – 1988 1-5 παιδιά, το 1989 – 1999 1-2 παιδιά και το 2010 – 2017 1-2. Το 2016 ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 26.000. Η Eurostat, σύμφωνα με τα στοιχεία της, εκτιμά ότι ο παιδικός πληθυσμός θα είναι 923,8 χιλιάδες λιγότερος το 2060 και θα φτάσει τις 907,1 το 2080.
Σύμφωνα με όλες τις μελέτες, διαπιστώνεται ότι στη χώρα μας δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για δύο ταχύτητες εργαζομένων, λόγω δημογραφικού και μεταναστευτικού. Κάποιοι όμως έλεγαν ότι το εργασιακό κενό που θα δημιουργηθεί θα καλυφθεί από τους μετανάστες, κάτι όμως που δεν συνέβη καθώς η οικονομική κρίση ανάγκασε και αυτούς να εγκαταλείψουν μαζικά τη χώρα, αναζητώντας άλλες χώρες για μια καλύτερη ζωή. Με στοιχεία του ΕΚΚΕ, το 16% των πτυχιούχων μετανάστευσαν και εργάζονται στο εξωτερικό, την ώρα που το ποσοστό του μη ενεργού οικονομικά πληθυσμού έχει φτάσει το 52% με αυξητικές τάσεις.
Ενώ λοιπόν ναρκοθετείται το μέλλον της χώρας, κανείς δεν ασχολείται ουσιαστικά με το δημογραφικό. Σήμερα που απαιτείται μια γενναιόδωρη οικονομική στήριξη των γεννήσεων συζητάμε για το Διάστημα. Κάτι που θυμίζει τη φράση του Πλάτωνα, ότι κοιτάμε το φεγγάρι και πέσαμε στο πηγάδι.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]