Μέχρι που κάποιος είπε: “Για μένα η μάνα της βίας είναι η φτώχεια.” Κανείς δεν διαφώνησε μαζί του. Δεν ξέρω αν απαραιτήτως συμφωνούσαν όλοι αλλά συνήθως στον καφενέ, όταν η έκφραση μιας γνώμης συνοδεύεται από τη σιωπή, αυτό σημαίνει πως οι θαμώνες την αναγνωρίζουν ως -αν μη τι άλλο- λογική άποψη.
Γράφει ο Ιωάννης Γεωργίου Σαρίδης*
Δεν χρειάστηκε να ψάξω πολύ στις σκέψεις μου για να διαπιστώσω την αλήθεια που κρύβει αυτή η διαπίστωση, Καθημερινά έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους γεμάτους οργή. Και διαπιστώνω πως οι λόγοι που έχουν φτάσει σε αυτή την κατάσταση είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία οικονομικής φύσεως. Οργίζονται κυρίως επειδή δεν έχουν να καλύψουν τις ανάγκες των οικογενειών τους και ψάχνουν κάποιον να ρίξουν το φταίξιμο. Συνήθως ένα βρισίδι στους καταραμένους πολιτικούς που είναι λαμόγια και φέρανε τη Χώρα σε αυτή την άθλια κατάσταση τους αρκεί για μια προσωρινή εκτόνωση. Όμως και την επόμενη μέρα το πρωί, πάλι δεν θα έχουν να πληρώσουν, πάλι θα μετράνε τα κέρματα και πάλι θα αναρωτιούνται ποιός τους φταίει.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκονται οι περισσότεροι Έλληνες. Αυτό ξέρω εγώ, αυτό καταλαβαίνω. Πως κάθε πρωί ξυπνούν με ένα σφίξιμο στο στομάχι ψάχνοντας από κάπου να κρατηθούν για να βγάλουν τη μέρα τους. Άλλοι αναζητούν παρηγοριά στην Παναγία, άλλοι αντλούν κουράγιο από το χαμόγελο του παιδιού τους, βρίσκουν την ελπίδα σε ένα χάδι της γυναίκας τους, ανακούφιση σε μια καλή κουβέντα ενός φίλου, σε μια καλημέρα του γείτονα. Όλοι και όλες πάντως κάθε πρωί θα πρέπει να βρουν από κάπου να πιαστούν… Αλλά η οργή παραμένει εκεί στριμωγμένη στην καρδιά τους, λουφαγμένη στο μυαλό τους, ψάχνοντας μια χαραμάδα στην ψυχραιμία και τη λογική για να βγει στην επιφάνεια και να μετατραπεί σε βία. Και από εκεί η απόσταση για την “κακιά στιγμή” είναι μικρή…
Καλοί άνθρωποι, οικογενειάρχες, επαγγελματίες, νοικοκυρές φτάνουν σε σημεία να εκφράζουν απόψεις που αν τις άκουγαν σε άλλη στιγμή δεν θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους. Ο κόσμος είναι οργισμένος. Και να το κρύβουμε αυτό κάτω από το χαλί δεν οδηγεί πουθενά. Αν δεν παραδεχτούμε πρώτα το τί πραγματικά συμβαίνει, λύση σωστή και ανθρώπινη δεν θα βρεθεί σε αυτό το θέμα και τα πράγματα θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Και κάποια στιγμή νομοτελειακά η οργή θα βρει τρόπο να γίνει βία.
Μένει ώσπου να φύγει…
Πολύς λόγος έχει γίνει και για τις διάφορες διαβαθμίσεις, τα πολλά είδη, τις διαφορετικές κατηγορίες της βίας. Από τη μία η άποψη πως πρέπει να καταδικάζουμε τη βία “από όπου και αν προέρχεται” μοιάζει ισοπεδωτική. Εξισώνει τη βία που καλείται να ασκήσει ο αστυνομικός (όπως ακριβώς εμείς τον εκπαιδεύσαμε ως κράτος) για να διαφυλάξει ανθρώπινες ζωές, με τη βία ενός κοινού δολοφόνου. Βάζει στο ίδιο καλάθι τη βία που είναι έτοιμος να ασκήσει ο στρατιωτικός για να υπερασπιστεί την ελληνική σημαία, την ελληνική γή, με την βία που ασκεί ένας βιαστής. Δεν είναι όλες οι εκφράσεις της βίας ίδιες και άρα το να τις καταδικάζεις εξορισμού όλες ταυτόχρονα υποδεικνύει είτε αφέλεια, είτε δόλο.
Φυσικά έχω υποπέσει και εγώ κατά τη διάρκεια συζητήσεων στο ολίσθημα να εκφράσω τον αποτροπιασμό μου για κάθε μορφή βίας από όπου και αν προέρχεται αλλά συνηθίζω να σκέφτομαι τα όσα λέω και μετά, αφού τα έχω πει. Και τελικά, μετά από ψύχραιμη θεώρηση των πραγμάτων συνειδητοποιώ, πως ο μόνος λόγος που έχουμε φτάσει να συζητάμε τόσο πολύ αυτές τις μέρες για τη βία είναι ακριβώς γιατί έχουμε γεμίσει οργή. Τα ζητήματα αυτά περί χρήσης βίας ως οργανωμένη κοινωνία τα έχουμε προ πολλού αποφασίσει και καθορίσει. Η Δημοκρατία αποδέχεται ως νόμιμη μόνο τη Βία που ασκεί το Κράτος για την προστασία της και στο όνομα των πολιτών της.
Από τη άλλη πλευρά η άποψη πως καμιά φορά κάποιοι δήθεν “πάνε γυρεύοντας” επειδή εκφράζουν απόψεις που είναι “προκλητικές” είναι ύπουλη και επικίνδυνη. Ύπουλη είναι γιατί πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια θεωρία που σε προτρέπει πριν να σχολιάσεις έναν βιασμό να ρωτήσεις τί φόραγε ή πως χόρευε η κοπέλα που τη βίασαν… Ουσιαστικά δικαιολογεί τη βία, της δίνει άλλοθι, την κανακεύει. Επικίνδυνη είναι γιατί προτρέπει αυτόν που την ασπάζεται στο να ακυρώσει με τις πράξεις του το λόγο ύπαρξης του αστυνομικού, του εισαγγελέα, του δικαστή, των ενόρκων, των δικηγόρων, των δεσμοφυλάκων ακόμα και τον νομοθετών! Νόμος -σύμφωνα με αυτή την θεωρία- είναι η άποψη που έτυχε να έχουν εκείνη τη στιγμή, που θέλησαν να την επιβάλλουν…
Ο τρόπος που η Δημοκρατία έχει αποφασίσει να διαχειρίζεται τα θέλω της καθεμιάς και του καθενός μας δεν είναι άλλος από το να ορίζει με νόμους τα όρια της ελευθερίας όλων μας και να φροντίζει να γίνονται σεβαστά μέσω της τρίτης συνταγματικής εξουσίας, της Δικαστικής. Ο τρόπος όμως που διαχειριζόμαστε την οργή που μας προκαλεί η φτώχεια έχει να κάνει αποκλειστικά με την θέληση μας να διεκδικήσουμε ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά μας. Και εκεί δεν υπάρχουν ούτε νόμοι, ούτε δικαστές. Εκείνο που μας συγκρατεί, αυτό που μπαίνει εμπόδιο στην οργή και δεν την αφήνει να μετατραπεί σε βία είναι η Θέληση, η Βούληση να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον. Και κανείς δεν αμφισβητεί πως με τη βία τίποτα καλό δεν χτίζεται.
*Ο Ιωάννης Γεωργίου Σαρίδης είναι βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης με την Ένωση Κεντρώων
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]