Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Ταυτοχρόνως, οι απειλές που εκτοξεύουν προς κάθε κατεύθυνση, οι ψυχοπαθείς της Ράκα και οι όπου γης ακόλουθοί τους, ενσπείρουν τον φόβο στους πολίτες των Ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι αισθάνονται πως αντιμετωπίζουν έναν ανηλεή πόλεμο, όπου σκοπό του αντιπάλου δεν αποτελεί μόνον η φυσική τους εξόντωση, αλλά στοχοποιείται ο τρόπος ζωής και οι αξίες του πολιτισμού τους.
Η εποχή κατά την οποία η ολβοφόρος Δύσις αποτελούσε πρότυπο και Γή της Επαγγελίας για τους εκτός αυτής πληθυσμούς, φαντάζει σήμερα μακρινή. Ο Δυτικός Κόσμος δοκιμάζεται και εμφανίζει σημάδια παρακμής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η άκρως απολογητική στάση της Ευρώπης έναντι των ισλαμικών φορέων (κυβερνήσεων και ιερωμένων) σε διάφορες περιπτώσεις κατά τις οποίες θεωρήθηκε ότι, καλλιτέχνες ή σκιτσογράφοι ή διανοούμενοι ή εν γένει παράγοντες του δημόσιου βίου στις Δυτικές χώρες, προσέβαλλαν τα «ιερά και όσια» των πιστών του Προφήτη.
Η υπερήφανη στάση της Δύσης έναντι του ιερατείου της Τεχεράνης στην περίπτωση του Shalman Rushdi καμία σχέση δεν είχε με τους απολογητικούς ψελλισμούς στην περίπτωση των σκίτσων του Προφήτη ή σε ανάλογα γεγονότα. Προφανώς, συνιστά υποχώρηση του Δυτικού, Φιλελεύθερου, Ουμανιστικού πνεύματος έναντι των σκοταδιστικών κύκλων του Ισλάμ, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, δεν έχει καμία σχέση με το Ισλάμ των Αβασσιδών της Βαγδάτης ή των χαλιφάτων της Ανδαλουσίας, της Κορδούης και της Γρανάδα.
Άρα, βρισκόμαστε προ μιας συγκρούσεως πολιτισμών; Και αν η απάντηση στο ερώτημα είναι καταφατική τι σημαίνει αυτό; Αρκεί η τεχνολογικά εξελιγμένη πολεμική μηχανή της Δύσης να επιβάλει τους όρους της στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον;
Ή μήπως ο πακτωλός των πετροδολλαρίων και η Ασιατική, αναδυομένη οικονομική μηχανή με την πληθυσμιακή ισχύ θα είναι ο καταλυτικός παράγοντας ο οποίος θα κρίνει εν τέλει την έκβαση των πραγμάτων; Σήμερα, δεν είναι μόνον Αραβικοί πληθυσμοί που αμφισβητούν την Δυτική πρωτοκαθεδρία ή τρομοκρατικές ομάδες συγκροτούνται με αφορμή την «άδικη» συμπεριφορά έναντι των Παλαιστινίων (αν και η διαιώνιση του θέματος αυτού, συνέβαλλε σημαντικά στον εκτροχιασμό των πραγμάτων και προσέφερε γόνιμο έδαφος), αλλά έχουν προστεθεί πληθυσμοί της Υποηπείρου, της Κίνας, ενώ, η Σλαβική Αυτοκρατορία, αναγεννώμενη, εμφανίζεται και αποφασισμένη να μην αποστεί του ανταγωνισμού και της διεκδίκησης των όσων θεωρεί δίκαιά της.
Υπό το βάρος της πραγματικότητος -η οποία καθημερινώς καθίσταται έτι δυσχερεστέρα, γεγονός που υποβοηθείται και από την συνεχιζομένη οικονομική κρίση και την φτωχοποίηση τμημάτων των δυτικών πληθυσμών-, σήματα λυγρά εκπέμπονται από το μέλλον.
Από τις αρχές της 10ετίας του 1990, η κατάρρευση των καθεστώτων της. Ανατολικής Ευρώπης σάρωσε τις διαχωριστικές γραμμές και τα πολιτικά σύνορα που είχε θέσει η ιδεολογική αντιπαράθεση. Η ανάπτυξη του διαδικτύου και της τεχνολογίας επιτάχυνε και κατέστησε ακόμη εγγύτερη την προοπτική για μια δημοκρατική και παγκόσμια κοινωνία των πολιτών.
Η Παγκοσμιοποίηση αν και προοιώνιζε όρους άμεσης και απρόσκοπτης επικοινωνίας κρατών και ανθρώπων, κατέληξε πεδίο ανεξέλεγκτης δραστηριότητας των «αγορών», δίχως να εστιάζει στην δημιουργική όσμωση των πολιτισμών, στοιχείο που σε όλη την διάρκεια της ανθρώπινης διαδρομής, ήταν ο sine qua non όρος για την πρόοδο. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις, σηματοδότησε την έξαρση των εθνικισμών, επί παραδείγματι η υπέρ-δεκαετής διεθνοτική σύγκρουση στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Η σύρραξη στα εδάφη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης όπου οι κοινότητες διακρίνονταν λόγω θρησκευτικού δόγματος (Σέρβοι Ορθόδοξοι – Μουσουλμάνοι-Καθολικοί Κροάτες), διευκόλυνε την εγκατάσταση όχι μόνον μεμονομένων, αλλά και ομάδων μαχητών από την Μέση Ανατολή που βρήκαν πρόσφορο τρόπο να εγκατασταθούν μονίμως στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Την ίδια περίπου περίοδο, η πρώτη μετακομμουνιστική κυβέρνηση της Αλβανίας εμπρός στην ανάγκη για εύρεση κεφαλαίων έστρεψε το βλέμμα στον Ισλαμικό κόσμο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ναι μεν την χρηματοδότηση προγραμμάτων και σχεδίων από τις πλούσιες χώρες του Κόλπου και την Τουρκία, αφ’ ετέρου κατέστησε μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ηπείρου μέλος της Ισλαμικής Διεθνούς.
Οι δύο αυτές συγκυρίες, επέτρεψαν την δημιουργία ερεισμάτων εντός του Ευρωπαϊκού χώρου σε ομάδες με «περίεργους», αν όχι με βεβαιότητα σκοτεινούς, στόχους, πράγμα που ενισχύθηκε από την υψηλή πίεση του μεταναστευτικού-προσφυγικού κύματος κατά την τελευταία 10ετία.
Πολλοί, μετά την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αναζητούν ή εντοπίζουν το αντίπαλο δέος στο Ισλάμ, ως επιβεβαίωση της θεωρίας περί Συγκρούσεως των Πολιτισμών, με διακριτικό την θρησκευτική διαφορετικότητα. Προβάλλεται δε ως απόδειξη του ισχυρισμού αυτού, το γεγονός ότι στην πρ. Γιουγκοσλαβία, τον Λίβανο και σε περιοχές της Ινδικής, πληθυσμοί με κοινή γλώσσα και εθνική προέλευση, αλλά με διαφορετική θρησκεία, περιήλθαν σε αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις.
Όμως, δεχόμενοι ότι ο πολιτισμός είναι το στοιχείο ου προσδιορίζει την ταυτότητα –υπό ευρεία έννοια- των ανθρώπων, αν η ανθρωπότητα επιλέγει την ειρηνική συνύπαρξη ως προϋπόθεση για την ύπαρξη μέλλοντος με ποιότητα ζωής, οι διαφορετικοί πολιτισμοί οφείλουν να μάθουν να συνυπάρχουν και να λειτουργούν συμπληρωματικά.
Δηλαδή, να καταστεί σαφώς κατανοητό από όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους –διανοούμενους, καλλιτέχνες, παράγοντες του δημόσιου βίου και τους εν γένει διαμορφωτές της κοινής γνώμης- το γεγονός ότι δεν υπάρχουν χρήσιμοι και άχρηστοι πολιτισμοί. Ότι ο Πολιτισμός δεν είναι συγκρινόμενο και στατικό μέγεθος. Κάθε λαός, εισέφερε το δικό του κομμάτι στην πορεία του ανθρώπου. Και κάθε τέτοιο κομμάτι είναι απαραίτητο και τμήμα της ανθρωπότητας. Η δυναμική εξέλιξη του κόσμου, συμβάλει στην δημιουργία σύγχρονων, σημαντικών πολιτισμών, οι οποίοι όμως δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν αν δεν υπήρχε το προηγούμενο τμήμα.
Είναι βασική παραδοχή μας ότι ψήγματα αλήθειας απαντώνται σε κάθε ιδεολογία, σε κάθε θρησκευτικό δόγμα, σε κάθε σκέψη του ανθρώπου. Και φυσικά, όλα έχουν το νόημά τους και τον ρόλο τους. Μην λησμονείται ότι η Ιστορία λειτουργεί άλλοτε ως εργαλείο και οδηγεί στην αυτογνωσία και άλλοτε ως μηχανισμός ενίσχυσης υπαρχόντων ή κατασκευής νέων, μύθων.
Η Γαλλική διανόηση του 18ου αι. προέβαλε την έννοια του «πολιτισμού», ως διακριτικό έναντι της βαρβαρότητας, ορίζουσα την έννοια του πολιτισμένου κόσμου ως εκείνου που περιελάμβανε αστικοποιημένους (δηλαδή μονίμως εγκατεστημένους σε ένα τόπο) και εγγράμματους πληθυσμούς.
Αυτή η διάκριση –στον επόμενο αιώνα δαπανήθηκε μεγάλη πνευματική και πολιτική προσπάθεια καθορισμού των κριτηρίων που διακρίνουν τις πολιτισμένες κοινωνίες από εκείνες τις μη πολιτισμένες-, δημιούργησε την έννοια του ενικού πολιτισμού παραβλέποντας τον πληθυντικό πολιτισμό. Χρειάστηκε η εισφορά των γερμανών διανοητών του 19ου αι. ώστε να διακρίνουμε την διαφορά μεταξύ του πολιτισμού, προϊόντος της βιομηχανικής επανάστασης, δηλαδή των πολιτισμικών στοιχείων που βρίσκονται σε άμεση συνάφεια με τον υλικό κόσμο και με εκείνον, που αφορά στην πνευματική καλλιέργεια και είναι σχετικός με τις αξίες, αρχές, ιδανικά.
Γεγονός είναι ότι οι ανθρώπινη ιστορία σε κάθε στιγμή της περιλαμβάνει ένοπλες αντιπαραθέσεις, είτε περιφερειακής είτε γενικότερης εμβελείας συγκρούσεις, οι οποίες συνεπάγονται υψηλό κόστος σε ζωές, πόρους, υποδομές. Οπωσδήποτε, τίποτε δεν συγκρίνεται με την απώλεια ανθρώπων, αλλά πέραν αυτού και η ματαίωση των μόχθων προκειμένου να δημιουργηθούν οι υποδομές αυτές, δεν είναι αμελητέο κόστος.
Η είσοδος στην νεωτερικότητα (γύρω στο 1500 μ.Χ.), σήμανε την δημιουργία ενός πολυπολικού διεθνούς συστήματος, όπου οι Δυνάμεις της εποχής συγκρούονταν στο Ευρωπαϊκό έδαφος, ενώ άρχιζε η δημιουργία αποικιών, με συνακόλουθο την έναρξη επιδράσεως του δυτικού πολιτισμού σε άλλους, λιγότερο τεχνολογικά εξελιγμένους και των οποίων οι πόροι δεν αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ίδιους. Ο διπολικός Ψυχρός Πόλεμος και η λήξη της αποικιοκρατίας κατέστησαν πεδίο σύγκρουσης τις τριτοκοσμικές χώρες.
Σήμερα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις, δεν δημιουργούν απώλειες μόνον στις Δυτικές Πρωτεύουσες, αλλά και σε Μουσουλμανικούς πληθυσμούς (π.χ. Βαγδάτη, Ιορδανία, μουσουλμάνους οι οποίοι κατοικούν στο Ευρωπαϊκό έδαφος κ.λπ.), ενώ και οι ίδιοι οι τρομοκράτες δεν προέρχονται από τις χώρες της «Ειρήνης» (D’ar al Islam), αλλά, αρκετοί είναι πολίτες κάτοικοι δυτικών χωρών, μετανάστες δεύτερης γενιάς.
Τι άραγε θα ήταν εκείνο που θα μπορούσε να συγκεράσει δυναμικά και δημιουργικά τις αντιθέσεις που γεννούν οι πολιτισμικές, θρησκευτικές, φυλετικές ή τέλος, εθνικές διαφορές; Τι θα μπορούσε να αποτελέσει υπήνεμο λιμένα σκέψης σε έναν τεταραγμένο και αποπροσανατολισμένο, σύγχρονο κόσμο; Σε έναν κόσμο που εμφανίζει σημεία παρακμής, που βιώνει έναν τύπο ύστερου Μεσαίωνα;
Πώς οι διαφορετικοί πολιτισμοί θα μάθουν να συνυπάρχουν ειρηνικά, να συναλλάσσονται και να μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο; Η απάντηση δεν είναι εύκολη και κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι κατέχει τις λύσεις.
Απαιτείται προσπάθεια εξ όλων, ώστε να μελετούν τον “άλλο”, να κατανοούν τα ιδανικά, τις αξίες και την κουλτούρα του σε μία διαδραστική αλληλουχία εξέλιξης. Το πλαίσιο που δύναται να προσφέρει την πλέον λειτουργική συνδρομή, δεν είναι άλλο, πάρεξ εκείνο που παρέχεται από την συγκρότηση ισχυρών και βιώσιμων, υπερεθνικών οντοτήτων, με κοινά συμφέροντα των μετεχόντων και άρα ισοτιμία στην συμμετοχή ενός εκάστου. Αυτό διότι, η πραγματική σύγκρουση συνίσταται μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας.
Στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, η εξέλιξη και ενίσχυση των Θεσμών της ΕΕ και η ενίσχυση της προοπτικής της πολιτικής ενοποίησης απαντά ουσιαστικά στην απειλή του σύγχρονου πολέμου, τον οποίο προσπαθούν να κλιμακώσουν οι ένθεν κακείθεν ψυχωτικοί ή οι καιροσκόποι.