Γράφει ο Γιώργος Μιχαηλίδης*
Έχουν περάσει ήδη 2-3 δεκαετίες όταν παγκοσμίως οι κυκλοφορίες των εφημερίδων σημείωσαν κάμψη. Στην Ελλάδα αυτό το φαινόμενο το είδαμε μερικά χρόνια αργότερα από ότι στο εξωτερικό, αλλά ήρθε και σε εμάς. Η τηλεόραση πλέον είχε γίνει ένα πλουραλιστικό προϊόν με πληθώρα θεμάτων και επιλογών για τους πολίτες οι οποίοι έρχονταν σε επαφή με την πεμπτουσία της διάδρασης. Έβλεπαν αυτά που θα διάβαζαν.
Πάνω που ο έντυπος Τύπος άρχισε να προσαρμόζεται, έκανε την εμφάνισή του το διαδίκτυο, την ίδια στιγμή που ο διαφημιστικός χάρτης που αφορούσε τις εφημερίδες παγκοσμίως άρχισε και αυτός να αλλάζει. Έτσι προέκυψαν κοσμογονικές αλλαγές στις χαραυγές της νέας χιλιετίας.
Μέσα σε ελάχιστα χρόνια τα newsroom των παραδοσιακών κολοσσών της δημοσιογραφίας συρρικνώθηκαν ραγδαία και ο αριθμός των ρεπόρτερ μειώθηκε έως και κατά 40% στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα όπου ο Τύπος είχε βασιστεί σε στρεβλές αντιλήψεις και παγιωμένα συστήματα το χτύπημα ήταν μεγαλύτερο.
Ο συνδυασμός οικονομικής κρίσης, μείωσης της κυκλοφορίας και διάδοσης του ίντερνετ, δημιούργησε ένα περιβάλλον όπου ο πολίτες άρχισαν να αναρωτιούνται: χρειάζονται οι εφημερίδες; Δεν είναι λίγοι άλλωστε οι εκδότες, ή οι διευθυντές έντυπων εκδόσεων οι οποίοι πιστεύουν πως σε μερικά χρόνια οι εφημερίδες δεν θα υφίστανται…
Εντάξει, είναι μία τρομολαγνική αντίληψη, αλλά έχει παγιωθεί. Αυτό που πρέπει να συζητάμε δεν είναι η ύπαρξη της εφημερίδας, αλλά ο ρόλος της εφημερίδας μιας και όπως προαναφέραμε το τοπίο που έχει διαμορφωθεί είναι πολύ πιο πολύπλοκο από την εξίσωση πολίτης-περίπτερο-εφημερίδα.
Πλέον αμφισβητείται η ίδια η υπόσταση του δημοσιογράφου αλλά και η έννοια της δημοσιογραφίας. Τα social media επέτρεψαν στους πολίτες σε όλο τον πλανήτη να μεταφέρουν την πληροφορία -μία από τις βασικές αρχές της δημοσιογραφίας- και σε ορισμένα παγκοσμίου ενδιαφέροντος γεγονότα τα αποτελέσματα ήταν τουλάχιστον θετικά. ΜΜΕ αλλά και άλλοι πολίτες μπόρεσαν να έρθουν σε επαφή με την πηγή της πληροφορίας, την ίδια την πληροφορία, να την αναμεταδώσουν αλλά και να συμβάλλουν στην επίγνωση για το γεγονός σε όλο τον πλανήτη.
Αυτό το ωραίο τοπίο που περιγράφουμε είχε όμως και τα αρνητικά του. Η δύναμη της εικόνας καταχράστηκε και ταυτίστηκαν στιγμιότυπα με άσχετα γεγονότα. Ολόκληροι δημοσιογραφικοί κολοσσοί υπέπεσαν στην γκάφα να χρησιμοποιούσουν λανθασμένες πληροφορίες γιατί απλοποιήθηκε η έννοια της δημοσιογραφίας. Έμεινε η διάδοση της είδησης, αλλά ξεχάστηκε η αξιολόγηση και η διασταύρωση αυτής.
Μένει ώσπου να φύγει…
Τώρα, θίγουμε ευαίσθητες χορδές μιας και η διαδικτυακή δημοσιογραφία έχει βασιστεί εν πολλοίς στο ξεχείλωμα των παραπάνω αρχών. Από την αφοριστική αντίληψη «στο διαδίκτυο δεν υπάρχει δημοσιογραφία» μέχρι την εκθεμελίωση των αρχών αυτής, ο δρόμος που πρέπει να διανύσουμε είναι μακρύς μιας και οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι αυτές που πλέον επιτάσσουν αλλαγές και αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη.
Οι αφορισμοί δεν οδηγούν πουθενά την δημοσιογραφία, γιατί με αυτόν τον τρόπο χάνεται μία βασική έννοια της δημοσιογραφίας που δεν είναι άλλη από την υποχρέωση για ενημέρωση των πολιτών. Εάν αυτή δεν επιτυγχάνεται τότε έρχονται οι ίδιοι οι πολίτες να αφορίσουν τον χώρο. Όπως και έχει γίνει και το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, αλλά παγκόσμιο.
Δυστυχώς τα παραδείγματα επιτυχημένης προσαρμογής είναι λίγα, αλλά υπάρχουν. Οι New York Times, ανακοίνωσαν πρόσφατα πως για πρώτη φορά στην ιστορία τους τα έσοδα από τις συνδρομές ήταν περισσότερα από αυτά των διαφημίσεψων-καταχωρήσεων.
Θα πει κάποιος, «ναι αλλά η Ελλάδα δεν έχει New York Times» και θα έχει δίκιο μόνο εν μέρει, αυτός όμως που θα το πει να βάλει τον εαυτό του και να σκεφτεί εάν ο ίδιος θα έμπαινε στην διαδικασία να γίνει συνδρομητής σε ένα ΜΜΕ. Οι New York Times συνέχισαν το έργο τους στον έντυπο Τύπο, αποφάσισαν, όμως, να δώσουν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής τους στο διαδίκτυο.
Σωστή, γρήγορη και έγκαιρη ενημέρωση, ήρθε να πλαισιωθεί με το κύρος των NYT την ώρα που χρόνο με τον χρόνο αυξάνονταν τα άρθρα και οι έρευνες που για να τις διαβάσει κάποιος έπρεπε να πληρώσει. Και έτσι και έγινε, οι συνδρομές αυξήθηκαν, ολοένα και περισσότεροι πολίτες δεν διάβαζαν μόνο το σάιτ των New York Times, ούτε τα συνδρομητικά άρθρα, αλλά και την ίδια την παραδοσιακή εφημερίδα σε ηλεκτρονική μορφή.
Ο δρόμος για την Ελλάδα είναι ακόμα μακρύς. Το παραπάνω παράδειγμα είναι ιδεατό, μιας και το οικονομικό περιβάλλον στην χώρα είναι τουλάχιστον αρνητικό για ένα Μέσο προκειμένου να επενδύσει ή ακόμα και να είναι βιώσιμο πλέον, ακόμα κι αν έχει αναγνωσιμότητα.
Σίγουρα το στάδιο είναι μεταβατικό και σίγουρα όσο περνούν τα χρόνια τα Μέσα που επιβιώνουν τόσο στον έντυπο Τύπο όσο και στον ηλεκτρονικό γίνονται δυνατότερα. Έτσι και εμείς εδώ στον Ελεύθερο Τύπο κλείνοντας 35 χρόνια ιστορίας στην ελληνική δημοσιογραφία, στεκόμαστε αντάξιοι του παρελθόντος μας και δίνουμε ελπίδα για το μέλλον.
Το EleftherosTypos.gr δεν αποτελεί απλώς την ηλεκτρονική έκδοση ενός ιστορικού brand. Προσφέρει έγκυρη δημοσιογραφία σε ιντερνετικούς χρόνους αναγνωρίζοντας όχι μόνο τις ανάγκες των πολιτών αλλά διαβλέποντας και υιοθετώντας τις απαραίτητες τεχνολογικές εξελίξεις.
Δεν είναι τυχαίο πως μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια από το μεγάλο rebranding του EleftherosTypos.gr, πλέον είμαστε στα σπίτια, τις δουλειές, τα smartphones περισσοτέρων από 1.000.000 Ελλήνων των μήνα.
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης είναι διευθυντής του EleftherosTypos.gr
Ακολούθησέ τον στο Facebook και στο Twitter
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]