Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος, ευρωβουλευτής της ΝΔ
Οικονομία, προσφυγικό
Η σημαντικότερη αλλαγή που έχει την υπογραφή του Ερντογάν και εξηγεί την υψηλή δημοτικότητά του, παρά τις αντιδημοκρατικές μεθόδους που εφαρμόζει, είναι η αύξηση του τουρκικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 75% την περίοδο της κρίσης, κατά την οποία το ελληνικό υποχώρησε κατά 25%.
Πριν από μερικές δεκαετίες οι οικονομίες των δύο χωρών ήταν περίπου συγκρίσιμες, με την Ελλάδα να έχει καλύτερη προοπτική, ενώ σήμερα το τουρκικό ΑΕΠ είναι 4,5-5 φορές το ελληνικό. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε την Τουρκία στην παραδοσιακή κούρσα εξοπλισμών, αν και την τελευταία φορά που το κάναμε, μετά την κρίση στα Υμια, τεράστια ποσά πήγαν χαμένα εξαιτίας της μεθόδου Τσοχατζόπουλου.
Η δεύτερη αλλαγή εις βάρος μας έχει την υπογραφή του Τσίπρα και είναι η προσφυγική, μεταναστευτική κρίση του 2015. Ο Ερντογάν αξιοποίησε την ανυπαρξία, στο συγκεκριμένο θέμα, της κυβέρνησης Τσίπρα και έστειλε πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες το 2015 στη Γερμανία, στην Αυστρία και τη Σουηδία μέσω της Ελλάδας και του βαλκανικού διαδρόμου. Εάν στην πρωθυπουργία ήταν ο Σαμαράς, ο Ερντογάν δεν θα τολμούσε και δεν θα μπορούσε να εφαρμόσει τον εκβιασμό εις βάρος της Ε.Ε., με τα 3 εκατομμύρια προσφύγων και μεταναστών που έχουν καταφύγει στην Τουρκία. Οι Ευρωπαίοι εταίροι βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες καταστάσεις, μεταξύ των οποίων η θεαματική άνοδος της άκρας Δεξιάς σε χώρες με δύσκολο ιστορικό παρελθόν όπως η Γερμανία και η Αυστρία, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο αντέδρασαν φτάνοντας σε απευθείας συμφωνία με την Αγκυρα τον Μάρτιο του 2016, η οποία αναβάθμισε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας με αντάλλαγμα τον έλεγχο των ροών και περιθωριοποίησε την Ελλάδα, μετατρέποντάς τη σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών.
Συρία, ισλαμοφασισμός
Οι εξελίξεις στη Συρία αναβάθμισαν την Τουρκία σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη. Ο αρχικός στόχος του Ερντογάν ήταν η ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ αλλά ο σχεδιασμός ήταν πρόχειρος και το εγχείρημα οδηγήθηκε σε αποτυχία. Η απουσία όμως των ευρωπαϊκών δυνάμεων από τις εξελίξεις στη Συρία -εξαιτίας λαθεμένων προηγούμενων επιλογών σε Ιράκ και Λιβύη αλλά και του πολιτικού κόστους που συνδέεται με τις επεμβάσεις σε ξένες χώρες- επέτρεψε στην Αγκυρα να συνεννοηθεί τελικά με τη Μόσχα και την Τεχεράνη και να αναλάβουν τον έλεγχο των εξελίξεων, καταβάλλοντας τον αναγκαίο φόρο αίματος. Στόχος του Ερντογάν δεν είναι πλέον η ανατροπή του Ασαντ, ο οποίος υποστηρίζεται από τη Ρωσία και το Ιράν που έχουν μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία στη Συρία, αλλά η εξουδετέρωση των Κούρδων της Συρίας επειδή δήθεν είναι τρομοκράτες. Το Κουρδικό, μέσα και έξω από την Τουρκία, είναι ο μόνιμος εφιάλτης της Αγκυρας.
Η Τουρκία έχει άμεση εμπλοκή στον πόλεμο της Συρίας και έχει μάθει να λειτουργεί την οικονομία της σε αυτή τη βάση. Προς το παρόν τα καταφέρνει, εφόσον ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 7,5% το 2017, υπάρχουν όμως σημάδια οικονομικής υπερθέρμανσης που μπορεί, σε κάποια φάση, να οδηγήσουν σε αποσταθεροποίηση. Προς το παρόν η Αγκυρα έχει αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δεν φοβάται την εμπόλεμη κατάσταση στην οποία ήδη βρίσκεται.
Η άλλη αλλαγή που κάνει την Τουρκία να ασκεί μεγαλύτερη πίεση στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι η στροφή του Ερντογάν προς τον ισλαμοφασισμό. Για να εξασφαλίσει την εκλογική νίκη και την ενισχυμένη προεδρική πλειοψηφία το 2019 ο Ερντογάν προχώρησε σε εκλογική συμμαχία με τους ακροδεξιούς εθνικιστές του Μπαχτσελί και τους Γκρίζους Λύκους. Αυτοί ακολουθούν τη γραμμή των κεμαλιστών και θεωρούν ιστορικό τους αντίπαλο την Ελλάδα.
Τα πρώτα 13 χρόνια της πολιτικής κυριαρχίας του ο Ερντογάν δεν δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα στην Ελλάδα ούτε συνέβαλε στην επίλυση των διαφορών Αθήνας και Αγκυρας. Εγκαταλείποντας όμως ένα μοντέλο «δημοκρατικού» ισλαμισμού και υιοθετώντας την επιθετική στρατηγική των ακροδεξιών εθνικιστών αναθεωρεί τη στάση του έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Ευρωπαϊκή εγγύηση
Το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας σε σχέση με την κλιμάκωση της έντασης με πρωτοβουλία της Τουρκίας είναι η συμμετοχή μας στην Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, δεν έχει κοινή πολιτική άμυνας ούτε προσφέρει εγγυήσεις για τα εξωτερικά της σύνορα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας. Εχει όμως τεράστια οικονομική ισχύ και επηρεάζει με αυτόν τον τρόπο τις εξελίξεις στην Τουρκία εφόσον οι οικονομικές σχέσεις της με αυτήν είναι υπερδεκαπλάσιες των σχέσεων της Ρωσίας με την Τουρκία ή της Κίνας με την Τουρκία.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Αυτό σημαίνει ότι η Αγκυρα είναι υποχρεωμένη να κάνει οικονομικούς υπολογισμούς με ευρωπαϊκή διάσταση σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Ελλάδα και την Κύπρο και αυτό λειτουργεί αποτρεπτικά στην εφαρμογή μιας πραγματικά επιθετικής στρατηγικής.
Είναι άλλο η ένταση, η επιθετική φρασεολογία και το θερμό επεισόδιο που σημειώθηκε στα Υμια και άλλο η κλιμάκωση που μπορεί να οδηγήσει σε μια πολεμική αναμέτρηση. Επομένως, το χειρότερο σενάριο έχει πολύ μικρές πιθανότητες εφαρμογής, χωρίς φυσικά να μπορεί να αποκλειστεί.
Ο άμεσος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να συνεχιστεί η ένταση και να φτάσει σε ένα σημείο που θα απειλήσει τα τουριστικά ρεκόρ που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια και κρατάνε όρθια την προβληματική μας οικονομία. Ενας άλλος κίνδυνος είναι μια μίνι επανάληψη της προσφυγικής, μεταναστευτικής κρίσης του 2015, εφόσον η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην έχει αξιόλογη πολιτική ανάλογη με εκείνη της κυβέρνησης Σαμαρά, για την αντιμετώπιση των ανεξέλεγκτων προσφυγικών, μεταναστευτικών ροών και η Ε.Ε. έχει πολιτική στα χαρτιά, όχι όμως στην πράξη.
Ο ρόλος της κυβέρνησης
Οσο περίεργο και να φαίνεται, ο ρόλος της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου είναι σε αυτή τη φάση αποσταθεροποιητικός και ανεβάζει το τουρκικό ρίσκο που αντιμετωπίζει, για τους λόγους που αναφέραμε, η Ελλάδα.
Ο κ. Καμμένος επενδύει στην πόλωση και δίνει συνεχώς πολιτικές, διπλωματικές πάσες στον Ερντογάν αποκαλώντας τον «τρελό» ή «απειλώντας» με επανάληψη του 1821. Η συμπεριφορά του κ. Καμμένου είναι τυχοδιωκτική και προβοκατόρικη και αποσκοπεί στην εκλογική του διάσωση με την υπέρβαση του εκλογικού ορίου του 3% μέσα από εθνικιστικές κορόνες χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Επιπλέον δείχνει ένα σταθερό ενδιαφέρον για την υπογραφή συμβολαίων για την προμήθεια οπλικών συστημάτων, από την πρώτη ημέρα της διακυβέρνησης με τον κ. Τσίπρα.
Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας είναι πάντα πρόχειρος και αδιάβαστος -γι’ αυτό, άλλωστε, έβγαλε το κόκκινο χαλί στον Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβριο και πανηγύρισε την… επιτυχία της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου- ενώ ταλαντεύεται στην πολιτική του έναντι της Αγκυρας. Από τη μια, καταλαβαίνει ότι ο Καμμένος ρίχνει λάδι στη φωτιά για μικροπολιτικούς λόγους, από την άλλη, αποφεύγει να τον επαναφέρει στην τάξη ή να προχωρήσει στην επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων για τους δικούς του μικροπολιτικούς λόγους και στο πλαίσιο της κοινής νομής της εξουσίας.
Η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή, όχι όμως ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά μπορεί να αλλάξει κλίμακα με τη συμβολή της προβληματικής και ανεύθυνης διακυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής