Την ίδια τακτική συνέχισε η σημερινή κυβερνητική παράταξη –«εμπλουτισμένη», πλέον και από το λαϊκιστικό μόρφωμα των ΑΝΕΛ και κατά την περίοδο της «πλατείας», συνεπικουρούμενη και συμβιούσα με την ΧΑ- στο διάστημα της εφαρμογής των μνημονίων.
Στον αντιπολιτευτικό λόγο της, δεν ενοχλούσαν τόσο τα ψεύδη και οι εύκολες υποσχέσεις, τις οποίες αφειδώς μοίρασε, προς πάσα κατεύθυνση· προκαλεί ερωτηματικά η ισοπεδωτική αντίληψη την οποία καλλιέργησε εναντίον, όχι μόνον των πολιτικών αντιπάλων, αλλά και έναντι της όλης μεταπολιτευτικής περιόδου, την οποία συλλήβδην απέρριπτε. Δεν είναι ο λόγος για την υπεράσπιση της Μεταπολίτευσης. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονείται ότι πρόκειται για την πλέον μακρά περίοδο δημοκρατίας. Συγκρατείστε ότι είναι η μόνη περίοδος που ο Στρατός δεν αναμειγνύεται στα πολιτικά πράγματα. Αυτό ίσως να θλίβει ορισμένους που προβάρουν στρατιωτικές ενδυμασίες, όπως οι μασκαράδες το Τριώδιο ή άλλους, οι οποίοι νοσταλγούν καθεστώτα του παρελθόντος. Το γιατί επήλθε η κρίση είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Η κρίση δεν κτύπησε μόνη την Ελλάδα. Το ζήτημα είναι ότι, αυτή ήταν παντελώς απροετοίμαστη και ευάλωτη.
Η τακτική Τσίπρα-Καμένου και των –έστω ευκαιριακών-, συνοδοιπόρων της δεν απέχει πολύ από την πρακτική ολοκληρωτικών κινημάτων. Με την ανάπτυξη ισοπεδωτικού λόγου, απευθυνόμενοι στα ταπεινώτερα ένστικτα των πολιτών, υποσχόμενοι «λαγούς με πετραχήλια», καθυβρίζοντας με προστυχιά πολιτικούς αντιπάλους, ευτελίζοντας έργῳ και πράξει θεσμούς και σύμβολα, επιτυγχάνουν την μετατροπή των πολιτών σε μάζες· οριοθετούν χυδαίους διαχωρισμούς: αυτοί-εμείς, καλοί-κακοί, πατριώτες-προδότες, μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί, όχι μαζί μας ίσον εχθροί. Επιμηκύνουν την σχιζοφρενική εικόνα που παρουσιάζει η καθημαγμένη, μετά και τα 5 χρόνια κρίσης, κοινωνία μας, συντηρούν εμμονές και μύθους, που τόσο βλάπτουν και αποτρέπουν την χώρα από βήματα προόδου.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Θα έχει ενδιαφέρον η στιγμή κατά την οποία οι πολίτες θα συνειδητοποιήσουν το αδιέξοδο και την χυδαιότητα αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς, που θα επέλθει καταλαγή της τυφλής οργής και θα αποφασίσει η Ελληνική κοινωνία να κάνει βήμα εμπρός. Ουσιαστικά!
Συνεπής, στην μέχρι στιγμή αυτή, συλλογιστική, είναι και η κυβερνητική πρόταση, δια χειρός του εκλειπόντος από το «παλιό πολιτικό σύστημα» και προσφάτως αναβαπτισμένου Υπουργού Εσωτερικών. Ο λόγος για τον νέο εκλογικό νόμο.
Αναντίρρητα, η επάνοδος της πολιτικής στην κανονικότητα, sine qua non όρο έχει την επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική, την αποκατάσταση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Προϋποθέτει την φυγή από την ανακύκλωση ευθυνών –ευνοήτως, δίχως αυτές να παραγράφονται- και την αναζήτηση λύσεων για τα προβλήματά μας. Με σύνεση, γνώση των ιστορικών και σύγχρονων δεδομένων· με ψυχραιμία και θέληση για το μέλλον. Οι πολιτικοί σχηματισμοί, πρέπει να πείσουν τους πολίτες ότι τους αφορά πραγματικά και έχουν ρόλο και λόγο στην διαμόρφωσή του, αυτών που αποφασίζονται στους τοίχους των γραφείων,.
Στην κατεύθυνση αυτή, βασική προϋπόθεση είναι η κατάρτιση ενός νέου εκλογικού νόμου. Η αλλαγή είναι επιβεβλημένη και έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί πολύ καιρό πριν. Όμως, ούτε ο κατάλληλος χρόνος είναι, ούτε οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δίδουν τις κατάλληλες απαντήσεις στα ελλείμματα που συνεπάγεται ένας κακός προηγούμενος. Η χρονική συγκυρία εντός της οποίας η κυβέρνηση επιλέγει να ανοίξει το ζήτημα και οι προτάσεις που παρουσιάζει σαν αλλαγή, ενισχύουν τις σκέψεις για την ύπαρξη ιδιοτελών, κομματικών σκοπιμοτήτων και μόνον.
Η ψήφος στα 17, δεν αντέχει σε κριτική. Υπό την βαριά σκιά των δημοσκοπήσεων, κρίνεται ότι εξυπηρετεί αποκλειστικά την διεύρυνση του target group –εκείνου, της πελατείας-, σε μια κατηγορία που το κομματικό επιτελείο της Κουμουνδούρου εκτιμά ότι είναι προνομιακός συνομιλητής ή τουλάχιστον, η αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων, θα μειώνει την ποσοστιαία απόστασή της από τον πρώτο. Όσο για το bonus των εδρών, καμία ουσιαστική συνέργεια δεν έχει, αν αυτό και μόνον, είναι το σημείο μεταβολής. Θα ήταν δυνατόν να πάρει κανείς στα σοβαρά την πρόταση αλλαγής, αν έπειθε ως πραγματικά ανυστερόβουλη και γενναία απόφαση αλλαγής.
Ατυχώς, είμαστε μακράν αυτού του σημείου. Έτσι, οι εκλογικές περιφέρειες-τέρατα εις ουδέν θίγονται, η ψήφος των αποδήμων –ακόμη και αυτών που έχουν ΑΦΜ στην Ελλάδα-, εξαφανίζεται από το τραπέζι της συζητήσεως. Δεν συνιστά, άραγε, άκρως τυχοδιωκτική πρακτική η αγωνία για την δυνατότητα των 17ρηδων (ουσιαστικά των 16ρηδων, αφού υπολογίζεται το έτος και όχι η ακριβής ημερολογιακή ηλικία.), να εκφρασθούν, ενώ για την δυνατότητα έκφρασης της Ελλάδας των 7 εκατομμυρίων, περίπου, αποδήμων να μην γίνεται λόγος;;
Και εν τέλει, σε τι συνίσταται η δημοκρατική ευαισθησία όταν παραμένει π.χ., ως έχει η Β΄ Αθηνών, μια περιφέρεια που ο βουλευτής εκφράζει τους πολίτες της Βουλιαγμένης, Κηφισιάς και ταυτοχρόνως, εκείνους του Περιστερίου; Ποιος κοινωνικός έλεγχος διασφαλίζεται; Πως ενισχύεται η δημοκρατία, εντός των κομμάτων; Θα είχε μια βάση ουσίας η πρόταση για δημιουργία εκλογής δύο τύπων και η δημιουργία διακριτών νομοθετικών και ελεγκτικών σωμάτων, μείωση του αριθμού των βουλευτών κ.λπ. Πέρα από κάθε άλλη σκέψη, αυτό που απαιτείται είναι η πραγματικά ανιδιοτελής και ουσιαστική συζήτηση, στον κατάλληλο χρόνο και περιβάλλον. Δίχως βουκολικές κουτοπονηριές. Μέχρι τότε, η σκιά της συναλλαγής, του τυχοδιωκτισμού και της υποκρισίας θα βαραίνει παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Υ.Γ. ίσως, η συμπεριφορά ευτελισμού των θεσμών από τον ΣΥΡΙΖΑ, να έλκει την προέλευσή της εκ του γεγονότος ότι αυτή, η αυτοαποκαλούμενη αριστερά, παρασιτούσε επί μακρόν στις παρυφές των θεσμών, δίχως να ενσωματώνεται. Αυτό πιθανώς, οδήγησε στην ανάπτυξη συναισθημάτων μίσους και καταστροφικής μανίας έναντι των θεσμών και πάντως, σε κάθε περίπτωση, άγνοια και αδυναμία διαχειρίσεώς τους…