Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Ο αριθμός των πρόθυμων να εκτεθούν, διεκδικώντας την ηγεσία της νέας πολιτικής κίνησης, που φιλοδοξεί να εκτείνεται ιδεολογικά από τις παρυφές της Δεξιάς έως και τα σύνορα της κομμουνιστικής Αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει ότι το εγχείρημα δεν ακυρώνεται από έλλειψη ενδιαφέροντος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από τις αντιδράσεις της κυβέρνησης αλλά και των στελεχών του, φαίνεται ότι πίστευε πως η Φώφη Γεννηματά δεν θα έβρισκε ανταπόκριση στο κάλεσμά της. Οτι η Κεντροαριστερά θα παρέμενε ξέφραγο αμπέλι, έτοιμο για τρύγο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οχι πως και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν προσβλέπουν να προσεταιριστούν τους εγκαταλείποντες τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι υπομονετικοί και επίμονοι χειρισμοί της προέδρου του ΠΑΣΟΚ οδήγησαν στο ελπιδοφόρο αποτέλεσμα.
Η αλήθεια είναι ότι ο κορμός της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, το ΠΑΣΟΚ, πλήρωσε μεγάλο τίμημα για την κρίση. Κυρίως λόγω της ανικανότητας του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος, αν και πέτυχε συντριπτική νίκη το 2009, τη μετέτρεψε σε συντριπτική ήττα εντός ελαχίστου χρόνου. Το «λεφτά υπάρχουν», το διάγγελμα στο αραξοβόλι του Καστελλόριζου για την προσφυγή της Ελλάδας στο ΔΝΤ, το τηλεφώνημα στον Αντώνη Σαμαρά -αρχηγό τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης- να του παραδώσει την πρωθυπουργία και το δημοψήφισμα που ζήτησε στη σύνοδο του G-20 των Καννών είναι οι κορυφαίες στιγμές της θλιβερής διακυβέρνησής του, που καταγράφονται πλέον στη σύγχρονη Πολιτική Ιστορία.
Ωστόσο, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, που κατέφυγαν στη στέγη του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αντιληφθεί ότι με τον άκρατο λαϊκισμό των… εθνοαριστεροδεξιών όχι μόνο δεν λύνονται τα προβλήματα της Ελλάδας, αλλά βαλτώνουν και περιπλέκονται.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Μπορεί να ακολούθησαν τον Κουρουμπλή, την Τζάκρη, τον Σπίρτζη, τον Μπόλαρη και άλλους πολιτικά τυχοδιώκτες, αλλά όσοι συνειδητοποίησαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ύψωσε τη δήθεν κομμουνιστική σημαία ευκαιρίας, τώρα προσέρχονται και ενισχύουν την παράταξη που τους υπερασπίστηκε -παρά τα τραγικά λάθη της- από το 1981 και -με την ανάδειξη του Κώστα Σημίτη- πρόσφερε υπηρεσίες στη χώρα.
Ολα δείχνουν ότι η ενοποίηση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς θα προχωρήσει. Ομως τα κεντρικά θέματα που μένουν ανοικτά είναι κρίσιμα. Το πρώτο αφορά στο μέλλον του εγχειρήματος. Το δεύτερο στους υποψηφίους αρχηγούς.
Το πρώτο: Η Δημοκρατική Συμπαράταξη θα προχωρήσει ως πολιτικά ομογενοποιημένη παράταξη ή θα απαρτίζεται από φέουδα, όπου ο κάθε φεουδάρχης θα απαιτεί τη «λεία» του; Ητοι εκλόγιμες θέσεις στα ψηφοδέλτια, λόγο στο Επικρατείας, μέρισμα από την κρατική επιχορήγηση;
Η αλήθεια είναι ότι η προσωπικότητα του ηγέτη που θα εκλεγεί θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και τη στάση του νέου κόμματος απέναντι στις μελλοντικές συμπράξεις, που πιθανόν θα απαιτηθούν για να κυβερνηθεί η χώρα. Ομως, αν οι φυλές, που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικό Κέντρο ή ως σοσιαλιστική Αριστερά, πορευτούν με αστερίσκους και οι αποτυχόντες υποψήφιοι απαιτήσουν να είναι μέλη οργάνου που θα συναποφασίζει με τον αρχηγό, το εγχείρημα εν τη γενέσει του δεν έχει ελπίδες να αρθρώσει λόγο στιβαρά αντιπολιτευτικό ούτε και να συσπειρώσει τους πολίτες.
Το δεύτερο: Ο κάθε υποψήφιος οφείλει να εκθέσει τη θέση του απέναντι στα υπαρκτά προβλήματα του πολίτη: Εκσυγχρονισμός ή οπισθοδρόμηση σε έναν στείρο κρατικισμό; Το νέο κόμμα θα εργαστεί και θα συνεργαστεί, χωρίς πολιτικούς αποκλεισμούς, για τη ναυαγιαίρεση της χώρας και ποια θα είναι η θέση του απέναντι στο χυδαίο λαϊκισμό του εθνολαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ; Θα προέκρινε συνεργασία με τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ;
Αν οι υποψήφιοι δώσουν καθαρές απαντήσεις πριν στηθούν οι κάλπες, τότε οι πολίτες θα πάνε να ψηφίσουν. Η συνεισφορά τους στο καινούργιο που θα γεννηθεί θα τους συνεπάρει. Αν όμως φανεί ότι η μάχη στην Κεντροαριστερά δίνεται για την καρέκλα, καλύτερα να μην το επιχειρήσουν. Θα συμβάλουν έτι μάλλον στην αποξένωση του πολίτη από τα κόμματα. Και αυτό είναι η ορθή απάντηση στο ερώτημα: «Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην εξουσία;»…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής