Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Ο πρόεδρος της Βραζιλίας είναι «δοτός» και με συγκεκριμένη αποστολή. Ως πρώην αντιπρόεδρος αντικατέστησε πέρυσι την καθαιρεμένη από το Κογκρέσο Ντίλμα Ρούσεφ και τυπικά θα παραμείνει στην εξουσία ως τον Οκτώβριο του 2018.
Η αμφιλεγόμενη καρατόμηση της Ρούσεφ με σχετικά αδύναμο κατηγορητήριο, σε συνδυασμό με τις αλλεπάλληλες διώξεις του προκατόχου της Ινιάσιο Λούλα, ριζοσπαστικοποίησε εκ νέου τη βάση του Κόμματος Εργατών, που έφτασε να… υπερασπίζεται τον Μαδούρο.
Ο Τέμερ ανήκει στο κεντρώο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και κλήθηκε να εφαρμόσει ένα πακέτο σκληρής λιτότητας, που θα σημαδέψει τη ζωή των επόμενων γενεών στη Βραζιλία. Αύξησε ήδη τους φόρους στα καύσιμα, πάγωσε τις δημόσιες δαπάνες κι επιτάχυνε τις ιδιωτικοποιήσεις.
Απομένει ο σκληρός πυρήνας της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης και της φοροεπιδρομής στα μικρομεσαία εισοδήματα -που θα ρίξουν τη δημοτικότητά του στο… μείον 5%.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Τα μέτρα είναι υπαγορευμένα από τις αγορές, προκειμένου να «εξυγιανθούν» τα δημοσιονομικά της Βραζιλίας και να «βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα». Γι’ αυτό ο Τέμερ «πρέπει» πάση θυσία να μείνει στη θέση του ωσότου ψηφιστούν.
Η Βουλή εμπόδισε προχθές με ψήφους 263-227 την παραπομπή του στο Ανώτατο Δικαστήριο, μολονότι ο γενικός εισαγγελέας, Ροντρίγκο Ζανό, τον κατηγορεί ότι εισέπραξε υπέρογκες μίζες από τη μεγαλύτερη εταιρία συσκευασίας κρεάτων στον κόσμο.
Το ωραιότερο συνέβη τον Ιούνιο, όταν το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο απέρριψε με ψήφους 4-3 την καθαίρεση του Τέμερ για παράνομες προεκλογικές χρηματοδοτήσεις, με το συγκλονιστικό επιχείρημα ότι η «η Βραζιλία δεν μπορεί να αλλάζει συνέχεια προέδρους, ακόμη κι αν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής (!!)».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου