Ιδού λοιπόν τι μας είπε ο Στέφανος Μάνος για τον Κ. Μητσοτάκη:
«Η συνεργασία μου με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ξεκίνησε το 1984. Δεν είχα εκλεγεί βουλευτής το 1981 και μου ανέθεσε τον εκλογικό αγώνα της Νέας Δημοκρατίας για τις εκλογές του 1985. Τότε χρησιμοποίησα για πρώτη φορά σύγχρονες μεθόδους, κάτι που εκτίμησε, έτσι στις εκλογές του 1990 που κέρδισε η Ν.Δ., ως πρωθυπουργός μου ανέθεσε το ΥΠΕΧΩΔΕ.
Η κύρια απασχόλησή μου ήταν πώς θα ξεμπλοκάρω το Μετρό. Πράγματι τον Δεκέμβριο του 1990 είχαμε κλείσει τη συμφωνία για το Μετρό ενώ νωρίτερα με τον νόμο για την απόσυρση των ΙΧ βάλαμε τέλος στο περιβόητο «νέφος» της Αθήνας.
Το σημαντικότερο της θητείας μου εκείνης, το οποίο έγινε μάλιστα στην αρχή της, ήταν η εξαγγελία για τη διακοπή των μεγάλων δημοσίων έργων (Ρίο-Αντίρριο, Αεροδρόμιο Σπάτων κ.λπ.) και την επαναπροκήρυξή τους με το σύστημα της αυτοχρηματοδότησης. Για πρώτη φορά το Δημόσιο παραχωρούσε τέτοια θέματα στον ιδιωτικό τομέα.
Στο ΥΠΕΧΩΔΕ έμεινα μέχρι τα μέσα 1991. Τότε μου ζητήθηκε να φύγω από το ΥΠΕΧΩΔΕ, μία κίνηση που δεν είχα κατανοήσει, και να αναλάβω το υπουργείο Εμπορίου. Αρνήθηκα γιατί στο ΥΠΕΧΩΔΕ είχα αφήσει πολλά θέματα στη μέση, και μάλιστα είχα επισημάνει στον πρωθυπουργό ότι θα καθυστερήσουν τα έργα και μπορεί να τα καρπωθεί μία επόμενη κυβέρνηση, όπως τελικά έγινε.
Εμεινα εκτός κυβέρνησης μέχρι τον Φεβρουάριο του 1992 όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μού ανέθεσε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενώ ο Τίμος Χριστοδούλου ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος.
Υπενθυμίζω ότι δεν είμαι οικονομολόγος αλλά μηχανικός. Οταν ανέλαβα το υπουργείο Οικονομίας βρισκόταν σε πολύμηνη εκκρεμότητα η ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ. Θυμίζω ότι η ΑΓΕΤ ήταν μία λαμπρή ιδιωτική εταιρία, η οποία κρατικοποιήθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Γεράσιμο Αρσένη. Αυτό ήταν έγκλημα κατά της Ελλάδας, ήταν από τις πιο σπουδαίες ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Ο διαγωνισμός είχε γίνει, οι προσφορές είχαν δοθεί εν μέσω μεγάλης αναταραχής με αποτέλεσμα να υπάρχει «παράλυση», να μην προχωρά τίποτε.
Η πρώτη μου δήλωση ως υπουργός Οικονομίας ήταν ότι βασικός μας στόχος είναι να καταπολεμήσουμε το «τέρας του πληθωρισμού». Μάλιστα ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε συγχαρεί τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για την επιλογή αυτή.
Σε ό,τι αφορά την ΑΓΕΤ είδα τα δεδομένα, τα εκτίμησα και εν μια νυκτί έλαβα την απόφαση για την ιδιωτικοποίησή της. Τόσο απλά.
Η συνεργασία μου με τον πρωθυπουργό ήταν πάντα στενή.
Ως υπουργός Οικονομίας «έμπαινα στα χωράφια» και άλλων υπουργών, οπότε χρειαζόμουν τη βοήθεια του Μητσοτάκη προκειμένου να προχωρούμε τα θέματα. Οι ρυθμοί της εποχής εκείνης ήταν καταιγιστικοί. Είχαμε την αίσθηση της πίεσης του χρόνου αλλά στο διάστημα 1992-1993 ελήφθησαν πάρα πολλές αποφάσεις, πολύ γρήγορα και για πολλά ζητήματα.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η κατηγορία ήταν ότι «αυθαιρετούσα, δεν έκανα διάλογο», όμως με τον Μητσοτάκη λαμβάναμε αποφάσεις και προχωρούσαμε μπροστά. Εκείνη την περίοδο γινόταν πραγματική κοσμογονία, τώρα δυστυχώς κοιμόμαστε.
Για παράδειγμα, την απόφαση για το άνοιγμα των καταστημάτων όλες τις Κυριακές την πήραμε μέσα σε μία μέρα μετά από μία συνεδρίαση μίας Επιτροπής. Αυτό το μέτρο το κατήργησε εν μέρει ο Γιάννος Παπαντωνίου, δεν πήρε ο ίδιος την πρωτοβουλία αλλά επειδή τον είχαν πιέσει ορισμένοι «κόπανοι» του ιδιωτικού τομέα.
Ο Μητσοτάκης στήριζε την προσπάθεια συνέχεια. Αυτό που συνέβαινε ήταν ότι άλλοι προσέτρεχαν να διαμαρτυρηθούν για αυτά που κάναμε και ο πρωθυπουργός τους «καθησύχαζε» αλλά μας άφηνε να δουλέψουμε. Και ο Μητσοτάκης είχε τον τρόπο να βρίσκει λύσεις, για να προχωρούμε.
Ετσι έγιναν οι μεγάλες αλλαγές του ασφαλιστικού το 1992, οι οποίες σε σχέση με τον «μύθο Γιαννίτση» ήταν πρωτοποριακές. Ξεκίνησαν οι μεταρρυθμίσεις για την ελεύθερη τηλεφωνία, καθιερώθηκαν οι ρυθμιστικές αρχές στις τηλεπικοινωνίες, ψηφίσαμε τον νόμο για τον τουρισμό που ακόμη και σήμερα αποτελεί το βασικό εργαλείο για τη λειτουργία μονάδων, μαρίνων ή καζίνο. Είχαμε τον θρίαμβο με τον διαγωνισμό για τις άδειες κινητής τηλεφωνίας, όπου το κράτος μάζεψε ένα κάρο λεφτά, άλλαξε τη ζωή των Ελλήνων, ενώ βοήθησε τον ΟΤΕ να αλλάξει και αυτός.
Προχωρήσαμε το θεσμικό πλαίσιο για τους ιδιωτικούς σταθμούς ενέργειας και προχωρήσαμε στον διαγωνισμό για τη μονάδα στη Θίσβη, ο οποίος ακυρώθηκε από τον μετέπειτα υπουργό Βιομηχανίας Κώστα Σημίτη.
Μετά ξεκινήσαμε τον διαγωνισμό για την αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ με την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή, ο οποίος σύμφωνα με τις κρατούσες φήμες οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης.
Ολα αυτά έγιναν μέσα σε μία διετία και ισχύουν και τώρα. Με τους νόμους της περιόδου 1992-1993 το κράτος δουλεύει ακόμη και σήμερα. Οι υπουργοί του Τσίπρα εργάζονται με βάση το νομοθετικό πλαίσιο που είχαμε φτιάξει την περίοδο εκείνη.
Ο Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός προήδρευε αυτής της κοσμογονίας, την υποστήριζε και αυτό ήταν το πιο χρήσιμο. Η στήριξή του αμέριστη.
Πριν γίνει πρωθυπουργός, όταν ήμουν υφυπουργός Δημοσίων Εργων είχα δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας. Θυμάμαι ήμουν ο εισηγητής του νόμου για τα γκαράζ και τη μεταφορά συντελεστή δόμησης. Τότε εκτός από εμένα έπρεπε να υπογράψουν τα νομοθετήματα ο Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού και ο Θανάσης Κανελλόπουλος ως υπουργός Οικονομικών. Τότε ο Μητσοτάκης έπαιρνε τηλέφωνο τον Κανελλόπουλο και του έλεγε «Ελα Θανάση, υπέγραψε να προχωρήσουμε». Συμμαχούσαμε και έτσι προχωρούσαμε.
Τα αναφέρω αυτά γιατί τώρα βλέπω ότι βουλιάζουμε, αισθάνομαι ότι χάσαμε 20 χρόνια χωρίς να κάνουμε τίποτα. Η αγωνία του χρόνου που περνάει και κανείς δεν το καταλαβαίνει. Αυτό είναι που με στεναχωρεί.
Ο κόσμος της Νέας Δημοκρατίας που με είδε στη Μητρόπολη με χαιρετούσε και έλεγε «αν σας ακούγαμε τότε θα ήταν διαφορετικά». Ξέρετε πόσες φορές το έχω ακούσει αυτό; Τώρα χρειάζεται ηγεσία με όραμα, που θα πράττει…
* Ο Στέφανος Μάνος είναι πρώην υπουργός