Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ),για τα δημοφιλή ψάρια, τσιπούρα και λαβράκι, η ζήτησή τους καλύπτεται σχεδόν αποκλειστικά από την ιχθυοκαλλιέργεια. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του FAO, το 98% της προσφοράς προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια και μόλις το 2%, σχεδόν 14.000 τόνοι, προέρχονται από την συλλεκτική αλιεία. Το 87% της εκτρεφόμενης ποσότητας παράχθηκε στη θάλασσα και το 13% σε λιμνοθάλασσες.
Tο 2023, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία και εκτιμήσεις από τον FAO, τον FEAP και την ΕΛΟΠΥ, παρήχθησαν 615.000 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού παρουσιάζοντας μείωση 5,5% σε σχέση με το 2022 (650.469 τόνοι). Εξ αυτών το 54% της παραγωγής είναι τσιπούρα και το 46% λαβράκι.
Ωστόσο, η Τουρκία παράγει υπερδιπλάσιες ποσότητες συγκριτικά με την Ελλάδα, αγγίζοντας τους 273.000 τόνους έναντι 121.300 τόνων που παράγει η χώρα μας. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο μαζί αντιπροσωπεύουν το 64% της παραγωγής τσιπούρας και λαβρακιού διεθνώς. Επονται η Αίγυπτος (78.500 τόνοι), η Ισπανία (37.596 τόνοι), η Τυνησία (19.000 τόνοι), η Κροατία (17.250 τόνοι), η Ιταλία (17.050 τόνοι) και η Σαουδική Αραβία (12.000 τόνοι).
Ως προς τα μερίδια αγοράς στην παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού, η Τουρκία κατέχει τη μερίδα του λέοντος με ποσοστό 44%, ακολουθεί η Ελλάδα με 20% και τις επόμενες θέσεις καταλαμβάνουν η Αίγυπτος με 13%, η Ισπανία με 6%, η Ιταλία και η Κροατία με 3%, η Σαουδική Αραβία με 2% και η Κύπρος και η Αλβανία με 1%.
Αντίστοιχη εικόνα καταγράφεται και στις εξαγωγές, καθώς οι ελληνικές αποστολές υποχώρησαν κατά 3,7% την προηγούμενη χρονιά φτάνοντας τους 100.361 τόνους. «Το πρώτο εννιάμηνο του 2023 οι εξαγωγές κατέγραφαν πτώση που κυμάνθηκε από 14% έως και 24% μηνιαίως, δημιουργώντας ισχυρές πιέσεις στη ρευστότητα των εταιριών. Η όποια προσπάθεια προσαρμογής των τιμών είχε ως συνέπεια είτε την απώλεια όγκου πωλήσεων και εσόδων είτε την πώληση σχεδόν σε τιμές κόστους. Η ζήτηση άρχισε να ανακάμπτει μόλις το τελευταίο τρίμηνο του έτους και οι επιχειρήσεις του κλάδου κατάφεραν να εφοδιάσουν τις αγορές ανατρέποντας εν μέρει την αρνητική πορεία του έτους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της ΕΛΟΠΥ. Σε ό,τι αφορά στις τιμές που εξήγαν τα προϊόντα τους οι εταιρίες του κλάδου, το 2023 διαμορφώθηκαν στα 5,24 ευρώ/κιλό για την τσιπούρα, παρουσιάζοντας οριακή βελτίωση 0,6% σε σχέση με το 2022, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης μειώθηκε κατά 2,6 % στα 6,36 ευρώ/κιλό.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο ανταγωνισμός εξακολουθεί να γίνεται όλο και πιο έντονος λόγω της αλματώδους αύξησης της παραγωγής τρίτων χωρών, κυρίως της Τουρκίας, αλλά και της ίδρυσης μονάδων εμπορίας εντός της χώρας μας. «Η μεγάλη πίεση προέρχεται από τις αυξημένες εισαγωγές στην Ε.Ε. από την Τουρκία, η οποία εκτός από τις ανταγωνιστικές τιμές, εισέρχεται όλο και πιο επιθετικά στην Ε.Ε. ιδρύοντας στην Ελλάδα εταιρίες εμπορίας τουρκικών προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας που αξιοποιούν το δίκτυο διανομής που αναπτύχθηκε χάρις στις ελληνικές εταιρίες», υπογραμμίζεται.
Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα παραμένει η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ψαριών υδατοκαλλιέργειας στην Ε.Ε., αντιπροσωπεύοντας το 58% της συνολικής παραγωγής, η Τουρκία παραμένει βασικός εξαγωγέας στην Ε.Ε., η οποία προμηθεύει σχεδόν το 98% των εισαγόμενων ποσοτήτων τσιπούρας και λαβρακιού. Αναλυτικά, το 2023 οι εξαγωγές της Τουρκίας στην Ε.Ε. ανήλθαν σε 63.096 τόνους, εκ των οποίων σχεδόν το 34% ήταν λαβράκι (22.401 τόνοι) και το 64% τσιπούρα (40.695 τόνοι).
ΜΙΚΡΗ ΠΤΩΣΗ
Εγχώρια παραγωγή και εξαγωγές
Το 2023 ο όγκος παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 131.300 τόνους, αξίας 752,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 4,2 % ως προς τον όγκο και την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (137.000 τόνοι, αξίας 787 εκατ. ευρώ). Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής και το υπόλοιπο 8% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί. Αναλυτικότερα ανά είδος:
Η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 121.300 τόνους (66.000 τόνοι τσιπούρας και 55.300 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 697 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2022 παρατηρείται πτώση 4,2% ως προς τον όγκο παραγωγής και 4,5% ως προς την αξία πωλήσεων. Σε σχέση με το 2022, η παραγωγή τσιπούρας σημείωσε μείωση 9% ως προς τον όγκο και 8% ως προς την αξία πωλήσεων, ενώ το λαβράκι αύξηση κατά 2,5% ως προς τον όγκο και οριακή πτώση 0,2% ως προς την αξία πωλήσεων.
Σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ, το 2024 εκτιμάται ότι η παραγωγή των δύο ειδών θα υποχωρήσει κατά 5% στους 115.000 τόνους, γεγονός που οφείλεται στη μειωμένη παραγωγή γόνου τσιπούρας.
ΟΙ ΠΙΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ
Οι αγορές στις οποίες κατευθύνθηκαν τα ελληνικά ψάρια
Aν και το 2023 οι κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα είχαν σημαντικό αντίκτυπο στις πωλήσεις ψαριών, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια διατήρησε την έντονη εξωστρέφειά της. Ως προς τις εξαγωγές, το 83% της ελληνικής παραγωγής διατέθηκε σε 36 αγορές και το υπόλοιπο 17% στην εγχώρια αγορά. Μηνιαίως οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 6.000 έως 10.000 τόνους. Αναλυτικά, το 2023 εξήχθησαν 100.361 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού, αξίας 572,04 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση 3,7% ως προς τον όγκο και 4,6% ως προς την αξία σε σχέση με το 2022 (δεν περιλαμβάνονται οι εξαγωγές φιλέτων). Η πτώση των εξαγωγών οφείλεται κυρίως στη μείωση διαθεσιμότητας λαβρακιού.
Εξ αυτών:
- To 75% (90.341 τόνοι) πωλήθηκε σε 20 χώρες της Ε.Ε.-27.
- Το 17% (20.938 τόνοι) εκτιμάται πως πωλήθηκε στην Ελλάδα.
- To 9% (10.020 τόνοι) πωλήθηκε σε 16 τρίτες χώρες.
- Το 59% των εξαγωγών ήταν τσιπούρα (59.444 τόνοι) και το 41% λαβράκι (40.917 τόνοι).
- Σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών ήταν νωπά ψάρια και μόλις το 0,08% κατεψυγμένα (82 τόνοι κυρίως στις τρίτες χώρες).
Οι κυριότερες αγορές, πάντως, είναι στην E.Ε., με την Ιταλία να απορροφά το 33% της ελληνικής παραγωγής, την Ισπανία το 30% και τη Γαλλία το 12%. Σε αυτές τις 3 χώρες πωλήθηκε, το 2023, το 61% της ελληνικής παραγωγής ή το 73% των συνολικών εξαγωγών. Αν εξαιρέσουμε τις ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Βουλγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Καναδά, Κύπρο και Αγγλία, όπου οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 1.000 – 5.000 τόνους, σε όλες τις υπόλοιπες 24 χώρες οι εξαγωγές κυμάνθηκαν κάτω των 800 τόνων.
Αξίζει να σημειωθεί πως η εμπορία τουρκικών ψαριών μέσω της Ελλάδας σημείωσε πτώση 2% σε σχέση με το 2022. Πέρυσι εισήχθησαν 12.331 τόνοι νωπών ψαριών (8.754 τόνοι τσιπούρας και 4.477 τόνοι λαβρακιού), όπου εκτελωνίστηκαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια, σχεδόν στο σύνολό τους, επαναπροωθήθηκαν (ως τουρκικό ψάρι) κυρίως σε άλλες χώρες της Ε.Ε.
Με αφορμή τη δημοσίευση της 10ης Ετήσιας Εκθεσης Υδατοκαλλιέργειας, ο κ. Γιάννης Πελεκανάκης, διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της ΕΛΟΠΥ, σχολίασε: «Το 2023 ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη χρονιά που έθεσε σε δοκιμασία την αναπτυξιακή προοπτική του κλάδου, καθώς για 2η συνεχόμενη χρονιά μετά τη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, οι επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε ένα πιεστικό περιβάλλον υψηλού κόστους παραγωγής, πίεσης τιμών και περιορισμένης πρόσβασης σε κεφάλαια κίνησης. Η πίεση εντάθηκε περαιτέρω και από τις κλιμακούμενες πληθωριστικές πιέσεις στα τρόφιμα, οι οποίες επηρέασαν τις τιμές των αλιευμάτων. Ωστόσο το 2024 υπάρχει αισιοδοξία, καθώς οι αγορές φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί, η ζήτηση να έχει τονωθεί, οι τιμές διατηρούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα και το κόστος παραγωγής έχει βελτιωθεί λόγω των αποπληθωριστικών τάσεων στις πρώτες ύλες των ιχθυοτροφών. Σε κάθε περίπτωση το επενδυτικό ενδιαφέρον, που έχει ήδη εκδηλωθεί, αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως ο κλάδος έχει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης».
Ειδήσεις σήμερα
Από το «μέχρι τέλους» στη φιλική κουβέντα – Σάλος για το πηγαδάκι Σαμαρά-Παππά
Καλαμάτα: 13χρονος με φαλτσέτα έκλεψε μοτοσικλέτα και συνελήφθη
Κασσελάκης: Καταγγέλλει πως δέχεται «πόλεμο» για το νέο του site