Από τη μια την εκτόξευση του κόστους παραγωγής και από την άλλη τις ελληνοποιήσεις.
Όπως επισημαίνουν στελέχη του κλάδου, το κόστος για τις μελισσοτροφές έχει αυξηθεί σημαντικά, ενώ το κόστος των μελισσοκόμων για τις μετακινήσεις των κυψελών έχει σχεδόν υπερδιπλασιαστεί. Στο πλαίσιο αυτό, οι παραγωγοί εγκαταλείπουν το επάγγελμα ή συρρικνώνουν την παραγωγή τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κτηνοτροφία.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., για το 2020, οι μελισσοκομικές εκμεταλλεύσεις παρουσιάζουν μείωση της τάξεως του 17,5% σε σχέση με το 2009 υποχωρώντας στις 8.704 έναντι 10.551. Ωστόσο, ο αριθμών των κυψελών εμφανίζεται οριακά αυξημένος (+0,9%) από τις 944.014 το 2009 στις 952.963 το 2020, ενώ η ελληνική παραγωγή μελιού ανέρχεται στους 16.000 τόνους. Ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τη Eurostat, αντιπροσωπεύει μόλις το 1% της παγκόσμιας παραγωγής και το 7,4% της ευρωπαϊκής, θέτοντας τη χώρα μας στην 4η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η πορεία της μελισσοκομίας στην Ε.Ε., καθώς καταγράφει ανοδική πορεία τόσο ως προς τον αριθμό των μελισσοκόμων όσο και ως προς τον αριθμό των κυψελών.
«Η τιμή της ζάχαρης που χρησιμοποιούμε ως τροφή για τις μέλισσες κατά τους χειμερινούς μήνες, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, έχει εκτιναχθεί στα 1.300 ευρώ ο τόνος, ενώ διπλάσιο είναι και το κόστος των καυσίμων. Πώς θα μετακινήσουμε τις κυψέλες μας και πώς να κρατήσουμε χαμηλά τις τιμές λιανικής ώστε να αγοράσει ο κόσμος το μέλι», αναφέρει στον «Αγροτικό Τύπο» μελισσοκόμος από την Κρήτη.
Πριν από λίγες ημέρες, το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ανακοίνωσε τη χορήγηση έκτακτης ενίσχυσης συνολικού ύψους 12 εκατ. ευρώ στους Έλληνες μελισσοκόμους ώστε να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Η ενίσχυση αφορά και στους επαγγελματίες μελισσοκόμους και στους μη κατά κύριο επάγγελμα μελισσοκόμους. Όπως αναφέρει δε σχετική ανακοίνωση, «δίνεται για πρώτη φορά ενίσχυση σε ποσοστό 50% σε σχέση με τους επαγγελματίες, στους μη κατά κύριο επάγγελμα μελισσοκόμους». Αυτό σημαίνει ότι οι επαγγελματίες θα λάβουν 8 ευρώ ανά κυψέλη και οι ετεροεπαγγελματίες, που έχουν πάνω από 110 κυψέλες, θα λάβουν 4 ευρώ ανά κυψέλη.
Ελληνοποιήσεις
«Αγκάθι» όμως για τον κλάδο αποτελούν και οι ελληνοποιήσεις μελιών, με εμπόρους που όχι μόνο «βαφτίζουν» ελληνικά μέλια αγνώστου προελεύσεως, αλλά διακινούν προϊόντα που περιέχουν ζάχαρη ή άλλες γλυκαντικές ουσίες. «Εισάγουν μέλι, μίγμα με σιρόπι κινέζικο από τη Βουλγαρία και το πουλάνε σαν ελληνικό», καταγγέλλουν οι μελισσοκόμοι.
Πάντως, ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Σίμος Κεδίκογλου, προανήγγειλε στοχευμένες νομοθετικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί το χρόνιο πρόβλημα της νοθείας και των ελληνοποιήσεων, σε σύσκεψη με υπηρεσιακούς παράγοντες, επιστημονικούς και παραγωγικούς φορείς και επαγγελματίες του κλάδου.
Ο ίδιος εστίασε κυρίως στην αξία του Ηλεκτρονικού Μελισσοκομικού Μητρώου, τονίζοντας ότι είναι μια πολύ χρήσιμη βάση για την καθιέρωση του σήματος του ελληνικού μελιού και γνωστοποίησε ότι ολοκληρώθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥπΑΑΤ η δημιουργία της ψηφιακής υπηρεσία «e-honey» για την αποτύπωση της αλυσίδας παραγωγής, εμπορίας και διακίνησης μελιού (ισοζύγιο μελιού), στο πλαίσιο της εφαρμογής συστήματος ιχνηλασιμότητας των μελισσοκομικών προϊόντων.
Η ψηφιακή πλατφόρμα θα είναι σε πλήρη διασύνδεση με το Εθνικό Ηλεκτρονικό Μελισσοκομικό Μητρώο και τα στοιχεία που δηλώνονται σε αυτό, ενώ θα παρέχεται η τεχνική δυνατότητα για την εποπτεία των εισαγωγών και την παρακολούθηση της αγοράς του μελιού, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην προστασία των ελληνικών μελισσοκομικών προϊόντων και τη διαφύλαξη των παραγωγών και των καταναλωτών από φαινόμενα νοθείας και παραπλάνησης.
Εισαγωγές στην Ε.Ε.
Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η πορεία της μελισσοκομίας στην Ε.Ε., καθώς καταγράφει ανοδική πορεία τόσο ως προς τον αριθμό των μελισσοκόμων όσο και ως προς τον αριθμό των κυψελών, παρά το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι αυτάρκης σε ποσοστό περίπου 60%. Σύμφωνα με στοιχεία του FAO, η ευρωπαϊκή παραγωγή ξεπερνά τους 220.000 τόνους και ο αριθμός των κυψελών τα 20 εκατ.
Συνολικά, πάντως, στην Ε.Ε. παράγονται κάθε χρόνο περίπου 250.000 τόνοι μελιού, ενώ πωλούνται περίπου 450.000 τόνοι.
Αυτό σημαίνει ότι 200.000 τόνοι μελιού εισάγονται κάθε χρόνο από χώρες εκτός Ε.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2021 η Ευρώπη εισήγαγε μεγαλύτερες ποσότητες μελιού από χώρες εκτός Ε.Ε., όπως η Ουκρανία και η Κίνα. Αναλυτικά, από την Ουκρανία εισήγαγε 53.800 τόνους, από την Κίνα 48.000 τόνους, από το Μεξικό 15.500 τόνους, από την Αργεντινή 14.400 τόνους και τη Βραζιλία 7.900 τόνους.