Η εξάπλωση της παχυσαρκίας μεταξύ των ενηλίκων στην Ευρώπη είναι μεγαλύτερη από κάθε άλλη περιοχή, με εξαίρεση την Αμερική. Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με το μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς τα ποσοστά υπέρβαρων και παχύσαρκων και στα δύο φύλα, τόσο μεταξύ των ενηλίκων όσο και των ανηλίκων, είναι άνω του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Το σωματικό βάρος πέραν του φυσιολογικού είναι μία από τις βασικές αιτίες θανάτου και κινητικών προβλημάτων, καθώς εκτιμάται ότι συνδέεται με περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια θανάτους ετησίως στην Ευρώπη ή περίπου το 13% των συνολικών θανάτων. Η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο πολλών μη μεταδοτικών ασθενειών, μεταξύ άλλων τουλάχιστον 13 διαφορετικών καρκίνων, καρδιαγγειακών νόσων, σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, χρονίων αναπνευστικών παθήσεων κ.ά.
Η παχυσαρκία θεωρείται υπεύθυνη, άμεσα, για τουλάχιστον 200.000 νέα περιστατικά καρκίνου κάθε χρόνο στην Ευρώπη, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια. Ακόμη, το σωματικό βάρος πέραν του φυσιολογικού ευθύνεται για το 7% των συνολικών ετών ζωής με αναπηρίες στην Ευρώπη. Επίσης, οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι επλήγησαν αναλογικά περισσότερο από την πανδημία Covid-19.
Η έκθεση (WHO European Regional Obesity Report 2022), που δημοσιεύθηκε από το Περιφερειακό Γραφείο του ΠΟΥ για την Ευρώπη και παρουσιάστηκε στο ευρωπαϊκό συνέδριο για την παχυσαρκία που διοργανώνει αυτήν την εβδομάδα στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη Μελέτη της Παχυσαρκίας, αποκαλύπτει ότι τα ποσοστά των υπέρβαρων και παχύσαρκων έχουν φθάσει σε επιδημικά επίπεδα στην Ευρώπη και συνεχίζουν να αυξάνουν, με καμία χώρα να μη βρίσκεται κοντά στον στόχο του ΠΟΥ για «φρένο» στην αύξηση της παχυσαρκίας έως το 2025.
«Η παχυσαρκία δεν γνωρίζει σύνορα. Οι χώρες στην περιοχή μας έχουν απίστευτη ποικιλία, όμως όλες αντιμετωπίζουν σε έναν βαθμό την πρόκληση της παχυσαρκίας», δήλωσε ο δρ Χανς Κλούγκε, περιφερειακός διευθυντής του ΠΟΥ για την Ευρώπη, ο οποίος κάλεσε τα κράτη να δείξουν την αναγκαία πολιτική βούληση και να αναλάβουν νέες πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το οποίο θεωρείται πολύπλοκο.
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Μεταξύ άλλων, η έκθεση προτείνει νέους φόρους στα ποτά με ζάχαρη, επιδοτήσεις στα υγιεινά τρόφιμα, περιορισμούς στο μάρκετινγκ των ανθυγιεινών τροφών για τα παιδιά, καλύτερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας για αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, βελτίωση της διατροφής και της σωματικής άσκησης στη διάρκεια όλης της ζωής, προβολή της σημασίας του θηλασμού, παρεμβάσεις σε επίπεδο σχολείου κ.ά.
ΠΟΥ: Σε ποια θέση βρίσκεται η Ελλάδα
Η χώρα μας εμφανίζεται (με βάση στοιχεία του 2016) να έχει ποσοστό υπέρβαρων 62,3% (άνδρες 68,2% – γυναίκες 56,2%), πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο 58,7% (άνδρες 62,9% – γυναίκες 54,3%). Ειδικότερα, το ποσοστό των παχύσαρκων στην Ελλάδα εκτιμήθηκε σε 24,9% (άνδρες 24,2% – γυναίκες 25,4%), επίσης πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο 23,3% (άνδρες 21,8% – γυναίκες 24,5%). Μία βασική διαπίστωση είναι ότι στη χώρα μας υπάρχουν αναλογικά περισσότεροι υπέρβαροι άνδρες, αλλά περισσότερες παχύσαρκες γυναίκες.
Όσον αφορά την παιδική παχυσαρκία (και στα δύο φύλα στις ηλικίες έως πέντε ετών), στην Ελλάδα το ποσοστό εκτιμήθηκε για το 2020 στο 13,9%, σχεδόν διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (7,9%). Η χώρα μας εμφανίζεται να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας μετά την Ουκρανία (17%) και την Αλβανία (14,6%).
Στις ηλικίες 5 έως 9 ετών (με βάση στοιχεία του 2016) η Ελλάδα εκτιμήθηκε ότι έχει ποσοστό υπέρβαρων 41% (αγόρια 45,2% – κορίτσια 36,5%), αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 29,5% (αγόρια 32,1% – κορίτσια 26,6%). Το ποσοστό παχύσαρκων παιδιών 5-9 ετών στην Ελλάδα εκτιμήθηκε σε 17,8% (αγόρια 21,2% – κορίτσια 14,2%), έναντι μικρότερου μέσου ευρωπαϊκού όρου 11,6% (αγόρια 14% – κορίτσια 9,1%).
Αναφορικά με τους εφήβους (10-19 ετών, με βάση στοιχεία 2016), το ποσοστό υπέρβαρων στην Ελλάδα υπολογίστηκε σε 35,3% (αγόρια 39,2% – κορίτσια 31,3%), έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 24,9% (αγόρια 26,7% – κορίτσια 22,9%). Το ποσοστό των παχύσαρκων εφήβων στη χώρα μας εκτιμήθηκε σε 11,7% (αγόρια 14,4% – κορίτσια 8,8%) έναντι μέσου ευρωπαϊκού όρου 7,1% (αγόρια 8,6% – κορίτσια 5,6%).
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ