Κι όμως, μια νέα μελέτη αυτό ακριβώς κατέδειξε. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο St. George’s του University of London (UCL) στο Ηνωμένο Βασίλειο θέλησαν να εξετάσουν την πιθανή σχέση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και του κινδύνου για διαβήτη τύπου 2 στα παιδιά. Η μελέτη, υπό τον επικεφαλής καθηγητή Christopher G. Owen, δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Pediatrics» και από την πρώτη στιγμή κρίθηκε αποκαλυπτική.
Οπως εξηγούν οι συντάκτες της νέας έρευνας, η συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και των δεικτών κινδύνου για διαβήτη τύπου 2 δεν είχε μελετηθεί επαρκώς μέχρι τώρα.
Παιδικός διαβήτης τύπου 2: Πώς διεξήχθη η έρευνα
Ο καθηγητής Owen και οι συνάδελφοί του εξέτασαν τις περιπτώσεις 4.525 παιδιών ηλικίας 9-10 ετών, που ήταν διαφόρων εθνοτήτων αλλά ζούσαν μόνιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πήραν βασικές μετρήσεις του σώματος των παιδιών, όπως ύψος, βάρος, αρτηριακή πίεση και βιοϊαπίσθηση (ένα μέτρο για το πόσο καλά το σώμα αντιστέκεται στο ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο δίνει πληροφορίες για τη σύνθεση του σώματος).
Οι ερευνητές πήραν, επίσης, δείγματα αίματος και εξέτασαν την προδιάθεση των παιδιών για διαβήτη τύπου 2 χρησιμοποιώντας ένα τεστ για το επίπεδο γλυκόζης στο πλάσμα. Επίσης, εξέτασαν τα επίπεδα των λιπιδίων, της ινσουλίνης και της αιμοσφαιρίνης HbA1c, μεταξύ άλλων. Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που ρυθμίζει το σάκχαρο του αίματος. Μια ανισορροπία στα λιπίδια του σώματος (σωματικό λίπος) πιστεύεται ότι εμπλέκεται σε καρδιαγγειακές επιπλοκές για άτομα με διαβήτη τύπου 2. Τέλος, η HbA1c έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί δείκτη τέτοιας λιπιδικής δυσλειτουργίας.
Η διάρκεια του ύπνου υπολογίστηκε χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που παρείχαν τα παιδιά. Τα ίδια τα παιδιά, λοιπόν, απάντησαν σχετικά με τον χρόνο που συνήθως πηγαίνουν στο κρεβάτι και την ώρα που ξυπνούν σε μια τυπική σχολική μέρα. Οι ερευνητές επιβεβαίωσαν αυτές τις πληροφορίες σε μια τυχαία υποομάδα των παιδιών, χρησιμοποιώντας έναν ανιχνευτή ύπνου που βασίζεται σε επιταχυνσιόμετρο.
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Ο καθηγητής Owen και η ομάδα του εισήγαγαν τις μετρήσεις του σώματος των παιδιών, καθώς και τους δείκτες κινδύνου για καρδιαγγειακά προβλήματα και διαβήτη τύπου 2, σε ειδικά υπολογιστικά μοντέλα, προσαρμόζοντάς τα βάσει φύλου, ηλικίας, εθνικότητας, κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου κ.λπ.
Η αποκάλυψη
Συνολικά, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά κοιμούνται -κατά μέσο όρο- για 10,5 ώρες τη νύχτα. Η μελέτη δεν έδειξε συσχετισμό με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, όπως η αιμοσφαιρίνη HbA1c. Ωστόσο, έδειξε ότι όσο μικρότερη είναι η διάρκεια του ύπνου τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο σωματικού λίπους του παιδιού, κάτι που έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες μελέτες. Επιπλέον, η έρευνα αποκάλυψε μια αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και των επιπέδων της ινσουλίνης, της αντίστασης στην ινσουλίνη και των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Μάλιστα, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι έστω και 1 ώρα λιγότερου ύπνου αυξάνει σημαντικά τους παράγοντες κινδύνου για διαβήτη τύπου 2, όπως το επίπεδο σακχάρου στο αίμα και η αντίσταση στην ινσουλίνη.
«Η ανακάλυψη μιας αντίστροφης σχέσης μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και των δεικτών κινδύνου του διαβήτη τύπου 2 στην παιδική ηλικία είναι καινοφανής. […] Απαιτούνται επιπλέον μελέτες για να διαπιστωθεί η αιτιότητα της σύνδεσης αυτής, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει μια απλή στρατηγική για την έγκαιρη πρόληψη του παιδικού διαβήτη τύπου 2», καταλήγουν οι συντάκτες της έρευνας.
Η αύξηση της διάρκειας του ύπνου λειτουργεί προστατευτικά
Ο καθηγητής Owen και οι συνεργάτες του προσθέτουν, επίσης, ότι η αύξηση της μέσης διάρκειας του ύπνου κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κατά μόλις 30 λεπτά μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) κατά 0,1 κιλά/τ.μ. και μείωση της αντίστασης στην ινσουλίνη.
«Αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι η αύξηση της διάρκειας του ύπνου θα μπορούσε να προσφέρει μια απλή προσέγγιση για τη μείωση των επιπέδων σωματικού λίπους και του διαβήτη τύπου 2 από την πρώιμη ζωή. […] Τα πιθανά οφέλη που σχετίζονται με τον ύπνο στην παιδική ηλικία μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην υγεία στην ενηλικίωση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Christopher G. Owen.