Πώς μας επηρεάζει η μείωση της ηλιοφάνειας
Θλίψη, μείωση της ενεργητικότητας, άγχος, εργασιακά προβλήματα και αίσθημα κόπωσης κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής. Συνδέεται, όμως, και με αύξηση της όρεξης και έντονη επιθυμία για υδατάνθρακες, συνακόλουθη αύξηση του βάρους, επιμήκυνση της διάρκειας του ύπνου, μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, καθώς και άλλα καταθλιπτικά συμπτώματα.
Eνα εποχικό πρόβλημα που μπορεί να γίνει χρόνιο
Τα χειμερινά επεισόδια του Συνδρόμου ξεκινούν συνήθως Νοέμβριο και διαρκούν περίπου πέντε μήνες, εντούτοις μπορεί να αποδειχθεί χρόνιο πρόβλημα: Ποσοστό άνω του 42% των ασθενών έχει επανεμφανιζόμενα επεισόδια μέχρι και 11 χρόνια από την έναρξη της διαταραχής. Από αυτά τα επεισόδια κάποια εμφανίζονται τον χειμώνα, ενώ κάποια δεν έχουν εποχικό χαρακτήρα. Το ποσοστό επικράτησης της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής στον γενικό πληθυσμό έχει βρεθεί ότι κυμαίνεται από 1% έως 10%, ανάλογα με τη χώρα.
Από το φως του Νότου στο σκοτάδι του Βορρά
Τα ποσοστά επικράτησης της διαταραχής είναι υψηλότερα στις χώρες του Βορρά και χαμηλότερα στις χώρες του Νότου. Τα συμπτώματα, μάλιστα, επιδεινώνονται όταν οι άνθρωποι μετακινούνται από τον Νότο προς τον Βορρά και βελτιώνονται όταν μετακινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ενας στους 2 βιώνει σοβαρά τις επιπτώσεις του Συνδρόμου
Υπολογίζεται ότι το 50% του γενικού πληθυσμού αναφέρει χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας στη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα, το 47% αύξηση του βάρους και το 31% μείωση της κοινωνικής του δραστηριότητας, ενώ το 25% αναφέρει ότι οι αλλαγές αυτές είναι αρκετά έντονες ώστε να θεωρηθούν προσωπικό πρόβλημα. Οσον αφορά στις ερμηνείες για την εμφάνιση της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής, αυτές είναι σχεδόν αποκλειστικά βιολογικές.
Γενετικοί παράγοντες και η υπόθεση της μελατονίνης
Πέντε πολύτιμες διατροφικές συμβουλές για ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα
Η μελατονίνη είναι μια ορμόνη που θεωρείται ότι εμπλέκεται στην εμφάνιση της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής. Η απελευθέρωσή της πυροδοτείται σε συνθήκες σκότους από την επίφυση και εντοπίζεται κυρίως στον μεσεγκέφαλο και στον υποθάλαμο. Η συγκεκριμένη ορμόνη ελέγχει τον ύπνο και την κατανάλωση τροφής.
Κάποια άτομα ωστόσο φαίνονται να είναι πιο ευάλωτα στα αυξημένα επίπεδα της μελατονίνης κατά τους χειμερινούς μήνες και βιώνουν μια σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών τους, που είναι έκδηλη στα συμπτώματα της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής.
Η υπόθεση των κιρκάδιων ρυθμών
Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, η εποχική κατάθλιψη μπορεί να προκύψει από την κακή ποιότητα ύπνου που οφείλεται στη διαταραχή του ημερήσιου ή κιρκάδιου κύκλου ύπνου-εγρήγορσης.
Στην περίπτωση της εποχικής συναισθηματικής διαταραχής, οι αλλαγές στην ώρα της ανατολής και της δύσης του ήλιου κατά τη μετάβαση από το καλοκαίρι στον χειμώνα επηρεάζουν τη χρονική στιγμή απελευθέρωσης της μελατονίνης, προκαλώντας αλλαγές στον κιρκάδιο ρυθμό ύπνου και αποσυντονίζοντάς τον σε σχέση με τους υπόλοιπους βιολογικούς ρυθμούς.
Ο «θεραπευτικός» ήλιος
Ο στόχος της θεραπείας είναι η επαναρρύθμιση του κύκλου ύπνου-εγρήγορσης σύμφωνα με τους ρυθμούς του καλοκαιριού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την έκθεση του ατόμου στο φως νωρίς το πρωί, το οποίο βοηθά να διατηρηθεί ο κύκλος ύπνου-εγρήγορσης και καθυστερεί την έκκριση μελατονίνης αργότερα μέσα στην ημέρα. Η συγκεκριμένη πρακτική, σε συνδυασμό με έναρξη του ύπνου νωρίτερα το βράδυ, θα μπορούσε να αποδειχθεί μια αποτελεσματική θεραπεία της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής.
Και η υπόθεση της σεροτονίνης
Ακόμη μία ορμόνη, η σεροτονίνη, ελέγχεται για τη σχέση της με την εποχική συναισθηματική διαταραχή. Η σεροτονίνη εμπλέκεται στον έλεγχο της όρεξης και του ύπνου, και είναι πρόδρομος της μελατονίνης. Τα επίπεδά της διαφέρουν ανάλογα με την εποχή και η μείωση των επιπέδων της σεροτονίνης από τη διατροφή έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων.
Θεραπεία της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής
Θεραπεία της Εποχικής Συναισθηματικής Διαταραχής είναι η λεγόμενη φωτοθεραπεία, που βοηθά στη μείωση των επιπέδων μελατονίνης. Το άτομο εκτίθεται συνήθως σε υψηλά επίπεδα τεχνητού φωτός, που κυμαίνεται από 2.500 lux για διάστημα δύο ωρών μέχρι 10.000 lux για μισή ώρα κάθε μέρα από μία έως τρεις εβδομάδες. Η έκθεση στο φως γίνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια του πρωινού, έτσι ώστε το άτομο να επανέλθει στον κατάλληλο ρυθμό ημέρας νύχτας σε σχέση με την απελευθέρωση μελατονίνης.