Αυτή η ενδοκαρδιακή επικοινωνία υπάρχει στη ζωή του εμβρύου για να πραγματοποιείται η εμβρυϊκή κυκλοφορία, ενώ κλείνει αυτόματα τα πρώτα χρόνια ζωής σε ποσοστό 75-80%. Ως εκ τούτου, οι ενήλικες έχουν σε μεγάλο ποσοστό μέχρι 25% μία υπολειπόμενη μικρή επικοινωνία δια του ωοειδούς τρήματος, που όμως δεν δημιουργεί πρόβλημα στις περισσότερες περιπτώσεις και έτσι δεν τους διερευνούμε για να ανιχνεύσουμε σε ποιόν υπάρχει και σε ποιόν όχι.
Εντούτοις, σε περιπτώσεις που κάποιο νεαρό άτομο, κυρίως μεταξύ της 3ης και 5ης δεκαετίας της ζωής του εμφανίσει ανεξήγητο παροδικό εγκεφαλικό επεισόδιο, είναι απαραίτητος ένας κύκλος εξετάσεων ανεύρεσης γενεσιουργού αιτίου, μεταξύ των οποίων και μία υπερηχογραφική μελέτη καρδιάς μέσω διοισοφάγειου υπερηχογραφήματος.
Η ύπαρξη ωοειδούς τρήματος ενοχοποιείται για διέλευση θρόμβου δια αυτού όταν έχει συγκεκριμένα ανατομικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν υψηλού ρίσκου, αλλά κυρίως όταν δεν υπάρχουν άλλοι παράγοντες κινδύνου, όπως θρομβοφιλία, κακοήθεις αρρυθμίες, υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης κλπ.
«Tissue is the issue»: Ο δρόμος προς την εξατομίκευση της ογκολογικής θεραπείας
Διαμορφώνεται έτσι μία διαβάθμιση κινδύνου που λέγεται “rope score” και έχει μέγιστη βαθμολόγηση τις 10 μονάδες. Όσο πιο υψηλό είναι το σκορ, τόσο πιο πιθανό είναι το εγκεφαλικό επεισόδιο να σχετίζεται με την ενδοκαρδιακή επικοινωνία τύπου PFO. Ηλικία μεταξύ 60-69 ετών μετράει 1 βαθμό, 50-59 ετών δύο, 40-49 ετών τρείς, 30-39 ετών τέσσερις και 18-29 ετών μετράει πέντε βαθμούς. Απουσία αρτηριακής υπέρτασης /διαβήτη, προηγούμενο εγκεφαλικό, θετική μαγνητική για εγκεφαλικό έμφρακτο και κάπνισμα, όλα μετράνε από ένα βαθμό έκαστο, αθροίζοντας συνολικά μαζί με την ηλικία 10 βαθμούς, που είναι το μέγιστο.
Για να διαγνωσθεί θρομβοεμβολικό εγκεφαλικό επεισόδιο πρέπει οπωσδήποτε η μαγνητική εγκεφάλου να είναι θετική. Εφόσον δεν βρεθούν άλλα αίτια που να είναι υπεύθυνα για εμβολή θρόμβου στον εγκέφαλο, συνιστάται η σύγκλειση της ενδοκαρδιακής επικοινωνίας.
Η προτιμώμενη μέθοδος σύγκλισης είναι με καθετηριασμό καρδιάς, κατά τον οποίο τοποθετείται ενδοκαρδιακά ένα εμφύτευμα – συσκευή, που συγκλείει την επικοινωνία. Η μέθοδος είναι απολύτως ασφαλής και χρησιμοποιείται ήδη για περισσότερες από 4 δεκαετίες. Οι συσκευές σύγκλεισης που κοινώς λέγονται και «συσκευές τύπου ομπρέλας», είναι πάντα μοντέλα διπλού δίσκου που εφαρμόζονται εκατέρωθεν του διαφράγματος. Αποτελούνται από μαλακό μέταλλο νικελίου με τιτάνιο (nitinol), ενώ υπάρχει και μοντέλο συσκευής επικαλυμμένο με πλατίνα για ασθενείς αλλεργικούς στο νίκελ.
Η νοσηλεία μετά από τοποθέτηση της ενδοκαρδιακής συσκευής σύγκλεισης είναι μια ημέρα, ενώ ο ασθενής στη συνέχεια λαμβάνει αγωγή τύπου ασπιρίνης ή άλλη αντιαιμοπεταλιακή αγωγή για συνολικά 6 μήνες, έως ότου η συσκευή επιθηλιοποιηθεί (καλυφθεί) πλήρως από τον οργανισμό. Η συνεννόηση για διακοπή της αγωγής πέραν των 6 μηνών γίνεται πάντα σε συμφωνία με τον Νευρολόγο και σε συνάρτηση με την κλινική και απεικονιστική εικόνα από την μαγνητική εγκεφάλου. Σημειώνεται ότι στα παιδιά θρομβοεμβολικά επεισόδια δια του ωοειδούς τρήματος είναι εξαιρετικά σπάνια έως και ανύπαρκτα, εκτός εξαιρέσεων σοβαρής κληρονομικής θρομβοφιλίας κ.ά. και ως εκ τούτου, τα παιδιά με PFO δεν χρήζουν ειδικής διερεύνησης ή αντιμετώπισης.