Πριν από 30 χρόνια η διάγνωση του καρκίνου του μαστού γινόταν σε προχωρημένο στάδιο με αποτέλεσμα το ποσοστό επιβίωσης των γυναικών που είχαν προσβληθεί από τη νόσο να είναι εξαιρετικά μικρό. Το 1985, η American Cancer Society ξεκίνησε μία μεγάλη εκστρατεία για την ευαισθητοποίηση των γυναικών στο θέμα του καρκίνου του μαστού θέτοντας την πρόληψη ως βασικό στόχο της καμπάνιας. Η μαστογραφία αναδείχθηκε ως το πιο σημαντικό διαγνωστικό μέσο. Παράλληλα ο Οκτώβριος θεσπίσθηκε ως μήνας ενημέρωσης για την πρόληψη του καρκίνου του μαστού παγκοσμίως. Με την ευρεία χρήση της μαστογραφίας στα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου που δημιουργήθηκαν στις αναπτυγμένες χώρες το ποσοστό θανάτων από καρκίνο του μαστού μειώθηκε κατά 25-30%.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, η μαστογραφία έχει υποστεί μεγάλη κριτική και η επιστημονική αξία και η συμβολή της αμφισβητείται. Διάφορες στατιστικές αναλύσεις υπουργείων υγείας, κυρίως σε χώρες της Ευρώπης όπου εφαρμόζεται συστηματικά ο προσυμπτωματικός έλεγχος (δηλαδή η προγραμματισμένη ετήσια μαστογραφία σε Δημόσιο Νοσοσκομείο), έδειξαν ότι το κόστος ήταν δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με το όφελος. Στις 10.000 μαστογραφίες αντιστοιχούσε η ζωή μιας γυναίκας που θα γλίτωνε το θάνατο από καρκίνο του μαστού! Και καθώς τα οικονομικά της υγείας επιβάλλουν περικοπές, κάθε χώρα έχει προσαρμόσει τα προγράμματα μαστογραφίας και τη συχνότητα με την οποία θα πρέπει οι γυναίκες να υπόκεινται σε μαστογραφικό έλεγχο τόσο ανάλογα με το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες με βάση την ηλικία όσο και ανάλογα με την επίπτωση που έχει στη θνησιμότητα. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που δημιουργείται σύγχυση σχετικά με το πότε θα πρέπει να ξεκινήσει, πόσο συχνά και μέχρι ποια ηλικία θα πρέπει μια γυναίκα να υποβάλεται σε μαστογραφική εξέταση.
Ένας δεύτερος λόγος που η μαστογραφία αμφισβητείται είναι ότι σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο από 10% μπορεί να μην αναγνωρίσει τον καρκίνο. Πράγματι ο καρκίνος του μαστού δεν είναι ένα μόνο είδος, έχει πολλά πρόσωπα, διαφορετικά μοριακά προφίλ γι? αυτό και δεν εμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν είδη καρκίνου που απεικονιστικά μιμούνται τον φυσιολογικό ιστό και δεν διακρίνονται στην μαστογραφία. Επιπλέον σε έναν πυκνό μαστό μπορεί ο καρκίνος να κρυφτεί μέσα στα ινοαδενικά στοιχεία. Και επειδή στην κλινική πράξη το αντιμετωπίζουμε συχνά, παρακινούμε τις γυναίκες να μην επαναπαύονται μόνο στη γνωμάτευση της μαστογραφίας. Θα πρέπει πάντα, ακόμη και σε μαστογραφία με αρνητική διάγνωση, να ακολουθεί κλινική εξέταση από γιατρό εξειδικευμένο στις παθήσεις του μαστού. Η κλινική εξέταση σε συνδυασμό με υπέρηχο έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει την διαγνωστική ακρίβεια στο 99%.
Ένας ακόμη λόγος που η μαστογραφία έχει αμφισβητηθεί είναι η φημολογία ότι εκθέτει τις γυναίκες σε ακτινοβολία και τελικά αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Αυτή η φημολογία συνιστά μία άδικη κατηγορία καθώς η ακτινοβολία είναι ελάχιστη ?πολύ μικρότερη από την αντίστοιχη της ακτινογραφίας θώρακος- και δεν έχει καμία επίπτωση στην υγεία των γυναικών.
Μπορεί η μαστογραφία να μην είναι πανάκεια είναι όμως το πιο βασικό όπλο κατά του καρκίνου του μαστού. Πέρα από το ότι είναι μία απλή, σύντομη και ασφαλής εξέταση, είναι η μοναδική εξέταση που μπορεί να αναδείξει τις μικροαποτιτανώσεις στο μαστό. Οι μικροαποτιτανώσεις είναι μικρές κουκίδες αλάτων ασβεστίου οι οποίες ανάλογα με τον αριθμό, το σχήμα και την κατανομή τους μπορεί να δηλώνουν την εμφάνιση της πιο πρώιμης μορφής καρκίνου στο μαστό. Ενός καρκίνου που δεν έχει σχηματίσει μόρφωμα γι?αυτό δεν είναι ψηλαφητός ούτε και αναγνωρίσιμος σε έναν υπέρηχο μαστών. Η επισήμανση των κακοήθων μικροαποτιτανώσεων στην μαστογραφία είναι τεράστιας σημασίας. Η γυναίκα αντιμετωπίζει έναν αρχόμενο καρκίνο ο οποίος δεν είναι απειλητικός για την ζωή της, η θεραπεία του δεν απαιτεί μία μεγάλη χειρουργική επέμβαση παρά μία μικρή τοπική εξαίρεση της περιοχής του μαστού που πάσχει, δεν χρειάζεται επικουρική χημειοθεραπεία και σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι απαραίτητη ούτε και η ακτινοθεραπεία. Η θεραπεία των γυναικών αυτών είναι απόλυτη και η επιβίωση από τον πρώιμο αυτό καρκίνο είναι 100%.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα επιστημονικά δεδομένα και όχι με τα προγράμματα υγείας των διαφόρων χωρών που αλλάζουν ανάλογα με τους οικονομικούς πόρους που διαθέτουν, η πρώτη μαστογραφία, η οποία ονομάζεται μαστογραφία αναφοράς, θα πρέπει να γίνεται στην ηλικία των 35 ετών. Από τα 40 και μετά η μαστογραφία οφείλει να γίνεται ετησίως για όσα χρόνια μία γυναίκα είναι καλά στην υγεία της. Το πρόγραμμα παρακολούθησης κάθε γυναίκας θα πρέπει να διαμορφώνεται από τον ειδικό γιατρό και να εξατομικεύεται σύμφωνα με το οικογενειακό ιστορικό και τους παράγοντες κινδύνου.
Λίγες μέρες πριν αρχίσει ο Οκτώβριος, μήνας ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης για τον καρκίνο του μαστού, ας αναρωτηθούμε όλοι μήπως αμφισβητώντας την αξία μιας από τις εξετάσεις ? πυλώνες του διαγνωστικού ελέγχου μας στερεί ένα από τα βασικότερα όπλα στη νικηφόρα μάχη κατά της νόσου. Λέμε ΝΑΙ στη μαστογραφία που εντάσσεται στον εξατομικευμένο προληπτικό έλεγχο τον οποίο πρέπει πάντα να σχεδιάζει αποκλειστικά και μόνο ο εξειδικευμένος ιατρός.
*Η Νατάσα Παζαϊτη είναι Γενική Χειρουργός-Ειδική Χειρουργός Μαστού. Ειδική στην Ογκολογική και Επανορθωτική Χειρουργική του Μαστού.
Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ