Από εκεί άρχισε να διακλαδώνεται προς την Ευρώπη και την Ασία. Αυτό είναι το συμπέρασμα ερευνών μιας διεθνούς ομάδας επιστημόνων γλωσσολογίας και γενετικής υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ Εξελικτικής Ανθρωπολογίας της Λειψίας στην οποία συμμετείχε ομάδα του τμήματος Ινδοευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ιένας.
«Τα σανσκριτικά, τα λατινικά και τα ελληνικά έχουν μια σειρά από εντυπωσιακές ομοιότητες. Οι τρεις αυτές γλώσσες πρέπει να προέρχονται από μια κοινή πηγή. Υπάρχουν επίσης -αν και λιγότερο πειστικοί- λόγοι, ότι τα γοτθικά, τα κελτικά και τα αρχαία περσικά θα μπορούσαν να ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια», έλεγε σε μια εντυπωσιακή ομιλία του το 1786 στην Καλκούτα ο εξαιρετικά πολύγλωσσος σερ Γουίλιαμ Τζόουνς, δικαστής του βρετανικού στέμματος εκεί από το 1783.
Η συστηματική όμως ενασχόληση με την συγκριτική γλωσσολογία και πιο συγκεκριμένα με τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, ξεκίνησε τον 19ο αιώνα από Γερμανούς γλωσσολόγους όπως ο Φραντς Μπομπ. Η ιστορική γλωσσολογία απέδειξε ότι οι προαναφερθείσες γλώσσες, μαζί με εκατοντάδες άλλες της Ευρασίας, προέκυψαν από μια κοινή γλώσσα, την «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή», τον κοινό πρόγονο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ομιλούνται σήμερα σχεδόν από τον μισό πληθυσμό της γης και σε αυτές συμπεριλαμβάνονται τέσσερεις από τις έξι επίσημες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ρώσικα).
Για περισσότερα από διακόσια χρόνια, οι ερευνητές αναζητούν την κοιτίδα και τον χρόνο γέννησης της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Επικράτησαν δύο βασικές θεωρίες: της «στέπας», η οποία τοποθετεί την προέλευσή της στην στέπα Ευξείνου-Κασπίας (στην σημερινή Νότια Ρωσία και Ουκρανία) πριν από περίπου 6.000 χρόνια και της «Ανατολίας ή της αροτραίας γεωργίας», κατά την οποία η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, διαδόθηκε μαζί με την αγροτική καλλιέργεια πριν 9.000 χρόνια από τους γεωργούς της Εύφορης Ημισέληνου (Εγγύς Ανατολή μέχρι το δυτικό Ιράν / Μεσοποταμία, Παλαιστίνη).
Εν τω μεταξύ υπάρχει ευρεία συμφωνία ως προς το ποιες γλώσσες ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια. Υπό διερεύνηση παραμένουν όμως τα ερωτήματα σχετικά με το που και πότε δημιουργήθηκε και ομιλήθηκε η πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, πού και πότε σχηματίστηκαν οι πρώτες γλωσσικές κοινότητες και πότε εξαπλώθηκαν στην τεράστια περιοχή μεταξύ της Ινδίας και της δυτικής Ευρώπης.
Προκειμένου να δοθούν απαντήσεις, ερευνητές του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ Εξελικτικής Ανθρωπολογίας της Λειψίας, αξιολόγησαν -μαζί με μια 80μελή διεθνή ομάδα ειδικών της γλωσσολογίας και της γενετικής- ένα νέο σύνολο δεδομένων. Περιλάμβανε ένα επιλεγμένο βασικό λεξιλόγιο 161 ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, εκτός των ομιλουμένων και 52 ιστορικών, όπως η αρχαία ελληνική ή η αρχαία περσική. Μέσω αυτής της ευρύτερης και πιο ισορροπημένης επιλογής γλωσσών, σε συνδυασμό με αυστηρά πρωτόκολλα για την κωδικοποίηση τέτοιων λεξιλογικών δεδομένων, κατέστη δυνατή η άρση προβλημάτων προηγουμένων ερευνών, τα οποία προέκυψαν λόγω της χρήσης ανακριβών δεδομένων και της περιορισμένης ανάλυσης αρχαίων γλωσσών.
Τα συμπεράσματα βασίστηκαν σε μια μέθοδο συλλογής γλωσσικών δεδομένων που αναπτύχθηκε ειδικά για την έρευνα. Χρησιμοποιήθηκε μια νέα μέθοδος για να διαπιστωθεί εάν αρχαίες γραπτές γλώσσες, όπως η κλασική λατινική και η βεδική σανσκριτική, είναι οι άμεσοι πρόγονοι σύγχρονων ομιλουμένων γλωσσών (λατινογενών και ινδικών, αντίστοιχα). Τα δεδομένα αξιολογήθηκαν με μια πολύπλοκη στατιστική διαδικασία (φυλογενετική ανάλυση Μπάις), προκειμένου να προκύψει η πιο πιθανή χρονολογία γέννησης και διάδοσης της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σχηματίστηκε για πρώτη φορά νοτίως του Καυκάσου και εξαπλώθηκε από εκεί πριν από περίπου 8.100 χρόνια, ενώ πέντε κύριοι κλάδοι της διαχωρίστηκαν πριν από περίπου 7.000 χρόνια με ορισμένες ομάδες να εξαπλώνονται πιθανώς μέσω της στέπας του Ευξείνου Πόντου και της Κασπίας προς άλλα τμήματα της Ευρώπης και τη Ασίας πριν από περίπου 5.000 χρόνια. Από γενετικής απόψεως διαπιστώθηκε επίσης ότι : «Πρόσφατα δεδομένα DNA δείχνουν ότι η πρωιμότερη πηγή της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας δεν προέρχεται από την στέπα, αλλά από νοτιότερη περιοχή, μέσα από ή κοντά στο βόρειο τόξο της Εύφορης Ημισελήνου. Τα γενετικά δεδομένα παραπέμπουν σε άλλους πρώιμους κλάδους, οι οποίοι θα μπορούσαν και αυτοί να έχουν διαδοθεί από εκεί και όχι μέσω της στέπας».
Προτείνεται επομένως μια νέα υβριδική θεωρία για την προέλευση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, με την κοιτίδα τους να βρίσκεται νοτίως του Καυκάσου. Από εκεί η ινδοευρωπαϊκή γλώσσα διαδόθηκε ανατολικά -και προς την Ελλάδα, μια διακλάδωσή της προς την ρωσο-ουκρανική στέπα και αργότερα στην δυτική Ευρώπη, όπως και μια άλλη προς την Ασία. «Το αρχαίο DNA και η γλωσσική φυλογενετική υποδηλώνουν ότι η λύση στο 200χρονο ινδοευρωπαϊκό αίνιγμα βρίσκεται σε ένα μίγμα των δύο μέχρι τώρα διατυπωθεισών θεωριών, της «στέπας» και της «Ανατολίας ή αροτραίας γεωργίας», σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας.
Ο Βόλφγκανγκ Χάακ, επικεφαλής της ομάδας στο Τμήμα Αρχαιογενετικής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, συνοψίζει στην επιστημονική ανακοίνωση τη μεγάλη σημασία της νέας μελέτης: «Πρόκειται για ένα μεγάλο βήμα, πέραν των αμοιβαίως αποκλειομένων προηγουμένων θεωριών, προς ένα πιο εύλογο μοντέλο που ενσωματώνει την αρχαιολογική, ανθρωπολογική και γενετική γνώση».
Ειδήσεις σήμερα
Καιρός: Διήμερο με 40άρια και μετά «ανοίγουν» οι ουρανοί – Ποιες περιοχές επηρεάζονται
Εικόνες ντροπής από την Ύδρα: Γαϊδουράκι παραπατά κουβαλώντας ψυγείο μες στη ζέστη