Γράφει ο Μιχάλης Μαρδάς
Στις 26 Οκτωβρίου του 1986 ο 29χρονος καθηγητής από την Ελασσόνα έγινε το πρώτο θύμα του χουλιγκανισμού στην Ελλάδα όταν κατα την διαρκεια της αναμέτρησης της Λάρισας με τον ΠΑΟΚ (σ.σ. σημειωτέον αγωνίζονται σήμερα στην Τούμπα για το κύπελλο Ελλάδας) έπεσε νεκρός μετά από φωτοβολίδα που καρφώθηκε στην καρωτίδα του.
Εκείνο το απόγευμα ο Μπλιώνας δεν είχε σχεδιάσει να πάει στο γήπεδο αλλά η μοίρα του έπαιξε πολύ άσχημο παιχνίδι. Βρίσκονταν για ολιγοήμερες διακοπές στο χωριό του και ήταν η ώρα να επιστρέψει στην Αθήνα όπου ζούσε και εργάζονταν.
Όταν έφτασε στον σταθμό των ΚΤΕΛ είχε φύγει για μόλις πέντε λεπτά το λεωφορείο του και από την στιγμή που το επόμενο θα αναχωρούσε αργά το απόγευμα αποφάσισε να πάει στο γήπεδο. Αυτή ήταν και μοιραία του κίνηση.
Η ιστορία των θρυλικών μεταγραφών: Από τον Ντέταρι του Ολυμπιακού... στον Νεϊμάρ
Το παιχνίδι είχε πολύ μεγάλη ένταση και κάποια στιγμή άρχισαν να εκτοξεύονται πολλές φωτοβολίδες από την πλευρά των οπαδών του ΠΑΟΚ και μία από αυτές χτυπά στα κάγκελα, αλλάζει πορεία και καρφώνεται στην καρωτίδα του 29χρονου καθηγητή.
Ολοι πάγωσαν και ο Μπλιώνας μεταφέρθηκε πάνω σε διαφημιστική πινακίδα στην καρότσα ενός αγροτικού για να πάει στο νοσοκομείο, αφού ασθενοφόρο δεν υπήρχε. Δεν άντεξε όμως και κατα την διαδρομή άφησε την τελευταία του πνοή.
Ο αγώνας διεξάγεται κανονικά και μετά το τέλος του, η αστυνομία συλλαμβάνει αρκετούς οπαδούς του ΠΑΟΚ. Δράστης αποδεικνύεται ότι είναι ένας 20χρονος ονόματι Βασίλης Θεοδωρίδης. «Ήταν ένα ατυχές συμβάν» θα περιοριστεί να πει ο επικεφαλής των αστυνομικών δυνάμεων που είχαν αναλάβει την ασφάλεια του αγώνα.
«Ήταν ατύχημα» θα πει στην ομολογία του ο δράστης και του επιβλήθηκε οκταετής φυλάκιση για φόνο. Τελικά έμεινε στην φυλακή πέντε χρόνια και το 1991 αποφυλακίστηκε δείχνοντας καλή διαγωγή.
Ο αδερφός του Χαράλαμπου, Αντώνης Μπλιώνας σε μία από τις λίγες συνεντεύξεις που είχε δώσει είχε πει παλιίτερα πως: «Ήμουν στα Φάρσαλα με τη γυναίκα μου, δουλεύαμε στα βαμβάκια. Ακούγαμε σε ένα ραδιοφωνάκι όσα είχαν συμβεί στο γήπεδο το μεσημέρι. Στην αρχή το όνομα δεν το είπαν σωστά. Έλεγαν Μηλιώνας και δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Στη συνέχεια το διόρθωσαν. Ήξερα πως ήταν στη Λάρισα. Αμέσως έφυγα με έναν ξάδελφό μου και πήγαμε στο νοσοκομείο. Με ρώτησε αν έχω κουράγιο να μπω στο νεκροτομείο. Θυμάμαι πως τον είχαν σε ένα σημείο γυμνό και επικρατούσε μια ακαταστασία που με ενόχλησε. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω… Τον πήραμε και πήγαμε στο χωριό».