Μία τέτοια ιστορία, φιλοξενεί σήμερα και το ΑΠΕ – ΜΠΕ. Μία ιστορία, τόσο αληθινή, όσο απίστευτη κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Μία ιστορία, που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι, όσο κι εάν προσπαθήσουμε να προγραμματίσουμε την ζωή μας, υπάρχει «στον αέρα» κάτι αντικειμενικά απροσδιόριστο, που καθορίζει πολλά περισσότερα απ΄ όσα νομίζουμε.
Αλλοι το λένε μοίρα, άλλοι πεπρωμένο, άλλοι Θεό, άλλοι Αλλάχ, άλλοι Βούδα. Και άλλοι, απλά απολαμβάνουν την κάθε στιγμή, την κάθε ημέρα, ζώντας στο έπακρο και «γεμάτα», τον -ανύπαρκτο- χρόνο που έχουν στην διάθεσή τους ως φυσική παρουσία, σ΄ αυτό το σύντομο πέρασμα από την Γη…
Είναι Κυριακή 7 Ιουνίου 1992. Τελευταία αγωνιστική του ισπανικού πρωταθλήματος και η Μπαρτσελόνα που υποδέχεται την Αθλέτικ Μπιλμπάο, θέλει νίκη και «γκέλα» της Ρεάλ Μαδρίτης για να πάρει τον τίτλο. Ο Βούλγαρος άσος, Χρίστο Στόιτσκοφ, σκοράρει στο 36` και στο 49` και οι Καταλανοί του Γιόχαν Κρόιφ κατακτούν το πρωτάθλημα, καθώς η Ρεάλ Μαδρίτης γνωρίζει ηττα-σοκ στην Τενερίφη με 3-2.
Η «αρμάδα» του «Ιπτάμενου Ολλανδού», με ορισμένα ποδοσφαιρικά μεγαθήρια, όπως οι Αντονι Θουμπιθαρέτα, Ρόναλντ Κούμαν, Μίκαελ Λάουντρουπ, Χοσέ Μαρία Μπακέρο, Χρίστο Στόιτσκοφ, Αϊτορ Μπεγκιριστάιν, Χούλιο Σαλίνας και Αμόρ, πανηγυρίζει μαζί με τα μέλη της ομάδας και χιλιάδες φιλάθλων στο «Καμπ Νου». Κάπου εκεί, βρίσκεται και ο 20χρονος Πεπ Γκουαρντιόλα, ένας πιτσιρικάς με ωριμότητα βετεράνου, ένας παίκτης που ανέδειξε ο ανυπέρβλητος Γιόχαν Κρόιφ. Ενας ποδοσφαιριστής που έμελλε να εξελιχθεί στον καλύτερο μαθητή του Ολλανδού δασκάλου.
Κάποια στιγμή, μέσα στον …χαμό που επικρατεί, ο Γκουαρντιόλα δέχεται τα συγχαρητήρια ενός ζωντανού θρύλου του ισπανικού αθλητισμού, ο οποίος είναι ένθερμος υποστηρικτής της Μπάρτσα. Ο κορυφαίος πολίστας της εποχής και ίσως ο καλύτερος όλων των εποχών, ο 31χρονος Μανουέλ Εστιάρτε, προσεγγίζει τον πιτσιρίκο μέσα στον αγωνιστικό χώρο για να τον συγχαρεί.
Αυτή η στιγμή, αυτά τα λεπτά που ακολούθησαν την πρώτη συνάντηση των δύο αθλητών, θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν «μαγικά». Σαν ένα αόρατο χέρι να «ευλόγησε» τους δύο άνδρες και να τους συνέδεσε με έναν δεσμό άρρηκτο για τη συνέχεια της ζωής τους…
Τα χρόνια που ακολούθησαν, Γκουαρντιόλα και Εστιάρτε συνέχισαν να κυριαρχούν στα παγκόσμια γήπεδα του… πράσινου και του… υγρού στίβου, διατηρώντας και αναπτύσσοντας μία διαπροσωπική σχέση, που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ισχυρή, προϊόντος του χρόνου…
Ο Καταλανός αμυντικός μέσος, γεννημένος στις 18 Ιανουαρίου 1971, γέννημα-θρέμμα της Μπάρτσα (σ.σ. από 13 ετών στις ακαδημιες, ακολούθως στην Β` ομάδα και από το 1990 στην πρώτη ομάδα), κατέκτησε ως παίκτης (1990-2001, 263 συμμετοχές, έξι γκολ) έξι πρωταθλήματα, ένα κύπελλο, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, ένα Κύπελλο UEFA και το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες (1992, Βαρκελώνη). Εκλεισε την καριέρα του με 398 ματς και 21 γκολ, έπαιξε σε Ρόμα, Μπρέσια, Ντοράντος (Μεξικό) και Αλ Αχλί (Κατάρ), ενώ μέτρησε 47 διεθνείς συμμετοχές και 5 γκολ με την εθνική Ισπανίας κι επτά συμμετοχές με την εθνική Καταλονίας.
Ως προπονητής, ο Γκουαρντιόλα εργάσθηκε (2008-2012) στην Μπαρτσελόνα και κατέκτησε δύο Champions League, τρία πρωταθλήματα και δύο κύπελλα, δύο ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ και δύο Παγκόσμια Κύπελλα συλλόγων. Ακολούθησε η Μπάγερν Μονάχου (2013-2016) με τρία πρωταθλήματα, δύο κύπελλα κι ένα Παγκόσμιο Κύπελλο συλλόγων, ενώ από το 2016 εργάζεται στην Μάντσεστερ Σίτι, με την οποία έχει κατακτήσει ένα πρωτάθλημα και διεκδικεί το δεύτερο.
Ο Εστιάρτε γεννήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 1961, στην Μανρέσα. Αναδείχθηκε κορυφαίος πολίστας του κόσμου επτά (!) φορές (1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991 και 1992), κατέκτησε ένα χρυσό (1996, Ατλάντα) και ένα αργυρό (1992, Βαρκελώνη) Ολυμπιακό μετάλλιο, ένα χρυσό και δύο αργυρά μετάλλια σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, τρία αργυρά μετάλλια σε Παγκόσμιο Κύπελλο και από ένα αργυρό (1991 στην Αθήνα) και χάλκινο σε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Ολοκλήρωσε την παρουσία του στις πισίνες του κόσμου, με 1.561 τέρματα σε 580 συμμετοχές με το σκουφάκι της εθνικής Ισπανίας.
Το 2008 ο Γκουαρντιόλα, αποφασίζει να ασχοληθεί επαγγελματικά με την προπονητική και αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία της Μπαρτσελόνα. Προηγουμένως, έχει συμβουλευθεί τον Εστιάρτε, ζητώντας του να τον ακολουθήσει σ΄ αυτήν την μεγάλη πρόκληση. Ο Μανουέλ δεν το πολυσκέπτεται και οι δύο άνδρες αρχίζουν να συνεργάζονται σε επαγγελματικό επίπεδο, με τις γνωστές επιτυχίες την τελευταία δεκαετία.
«Δεν ξέρω εάν υπάρχουν άγγελοι. Κι΄ εάν υπάρχουν, δεν γνωρίζω εάν μας βοηθούν. Και φυσικά δεν ξέρω εάν υπάρχουν φύλακες-άγγελοι. Αλλά εάν υπάρχουν, πιστεύω ότι είσαι ένας απ΄ αυτούς», γράφει ο Γκουαρντιόλα απευθυνόμενος στον Εστιάρτε, όταν ο τελευταίος του ζήτησε να προλογίσει την αυτοβιογραφία του.
Το ποδοσφαιρικό έργο του Γκουαρντιόλα, άρχισε να γίνεται εμφανές στην Μπαρτσελόνα, τόσο σε αγωνιστικό, όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο. Οι διακρίσεις πολλές και σημαντικές. Και ο Εστιάρτε ήταν πάντοτε εκεί. Δίπλα του. Χωρίς να φαίνεται, στις πρώτες σειρές της δημοσιότητας. Όπως συνέβη και στην Μπάγερν Μονάχου, αλλά και όπως συμβαίνει στη σημερινή Μάντσεστερ Σίτι.
Σ΄ έναν «άτυπο» ρόλο τεχνικού διευθυντή, ο Εστιάρτε είναι ο άνθρωπος που απολαμβάνει την απόλυτη εμπιστοσύνη του Πεπ. Σε μία σχέση αμφίδρομη, όπως υποχρεωτικά είναι όλες οι ισχυρές διαπροσωπικές σχέσεις, οι δύο άνδρες λειτουργούν ως ένα πρόσωπο και ταυτόχρονα, διατηρούν στο ακέραιο όλα τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, με γνώμονα το καλό της ομάδας. Χωρίς συμπλεγματισμούς, με αμοιβαίο σεβασμό και εκτίμηση, με εκατέρωθεν αναγνώριση στο γνωστικό πεδίο. Ο Εστιάρτε είναι ο «συνδετικός κρίκος» που ενώνει παίκτες, τεχνικό επιτελείο και διοίκηση, σε μία αρμονική συνθήκη και με εξαιρετικά αποτελέσματα.
«Η προπόνηση μίας ποδοσφαιρικής ομάδας, είναι μια μοναδική δουλειά και γι ‘αυτό, πάνω απ΄ όλα εκτιμώ την αφοσίωση και την εμπιστοσύνη. Όταν υπάρξει κρίση, όταν συμβεί το αναπόφευκτο, πρέπει να ξέρεις ποιόν μπορείς να εμπιστευθείς», εξηγεί ο Γκουαρντιόλα στον Μάρτι Περαρνάου και στο βιβλίο «Pep Confidential» (σ.σ. Πεπ εμπιστευτικό). Δίνοντας έτσι την πραγματική εικόνα και τη σημαντικότητα της σχέσης που έχει αναπτύξει με τον Εστιάρτε.
«Ο Μανουέλ με βοηθά πάρα πολύ με πολλούς πρακτικούς τρόπους και είναι πάντα στην ευχάριστη θέση να αναλάβει μερικά από τα πιο ενοχλητικά μέρη της δουλειάς μου», προσθέτει ο Καταλανός τεχνικός και συνεχίζει: «Όλα αυτά είναι ζωτικής σημασίας για εμένα, αλλά περισσότερο απ΄ οτιδήποτε, είναι η εμπιστοσύνη και η συναισθηματική υποστήριξη που έχω κερδίσει. Όταν περνάω μια δύσκολη περίοδο, ο Μανουέλ είναι εκεί για εμένα. Και είναι εκεί, για να απολαύσει και τις καλές στιγμές. Συχνά των ρωτώ: Μανουέλ, ποιά είναι η θέση σου, η άποψη σου γι΄ αυτό το ζήτημα; Και ξέρω ότι πάντα, θα λάβω μία ειλικρινή κι ευφυή απάντηση. Γνωρίζει κι ερμηνεύει άριστα τη γλώσσα του σώματος. Και ξέρει ακριβώς τι σημαίνει μια ιδιαίτερη ματιά ή μία χειρονομία. Οι πραγματικά σπουδαίοι, μοιράζονται αυτήν την ποιότητα, αυτήν τη διαίσθηση».
Και η αποθέωση του Πεπ για τον φίλο και συνεργάτη του, δεν σταματά εδώ: «Υπήρξε κορυφαίος αθλητής, ο καλύτερος. Και παρά το γεγονός ότι προερχόμαστε από διαφορετικά αθλήματα, έχουν πολλά κοινά. Ο Μανουέλ διαθέτει απίστευτο ένστικτο. Ξέρει αμέσως, εάν τα πράγματα πηγαίνουν καλά ή όχι. Αντιλαμβάνεται με εντυπωσιακή ταχύτητα την παραμικρή αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Εάν υπάρχει μια διαρροή, θα το μάθει. Μετά από πέντε χρόνια συνεργασίας, έμαθε να φιλτράρει αυτό που μοιράζεται μαζί μου και τον αφήνω να αποφασίσει. Άλλοι αθλητές κάνουν τα πράγματα μηχανικά, αλλά για να είναι πραγματικά σπουδαίος κάποιος, χρειάζεται αυτήν την πρόσθετη ειδική ικανότητα. Αυτός είναι ο λόγος που τον χρειάζομαι και ένας από τους λόγους της εξαιρετικής φιλίας μας. Είναι ο Μαραντόνα της υδατοσφαίρισης. Εχει επιτύχει τα πάντα στο άθλημά του και παρ’όλα αυτά είναι ακόμη, ο πρώτος που σηκώνει τα μανίκια του και συνεχίζει να εργάζεται».
Τη δική του διάσταση, γι΄ αυτήν την άκρως αποτελεσματική και ουσιαστική συνεργασία, δίνει με τα ακόλουθα λόγια, ο Εστιάρτε: «Ο κόσμος με ρωτά, τι μπορεί να δώσει το ποδόσφαιρο σε κάποιον που έπαιξε υδατοσφαίριση. Και η απάντηση, είναι, πως προσπαθώ να βοηθήσω τον Πεπ, επειδή σε καθημερινή βάση μπορώ να δω ότι -αρκετές φορές- είναι μόνος του. Είναι το φορτίο που πρέπει να φέρει και προσπαθώ να τον βοηθήσω με όποιο τρόπο μπορώ, καθώς και την ομάδα».
Για όλους τους ποδοσφαιρόφιλους, ο Γκουαρντιόλα είναι ο μοναδικός γνήσιος «κληρονόμος» του Γιόχαν Κρόιφ. Ο μοναδικός ποδοσφαιράνθρωπος που δικαιούται να φέρει τον τίτλο του επιγόνου του «Ιπτάμενου Ολλανδού». Κάτι που επιβεβαιώνει ο Πεπ με κάθε ευκαιρία: «Ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν ένα θαυμάσιο πρόσωπο. Αυτός είναι ο λόγος που είμαι εδώ τώρα. Όλα όσα πιστεύω προέρχονται από αυτόν. Η κληρονομιά του Γιόχαν ήταν και θα είναι, πάντα, παρούσα στη δουλειά μου ως προπονητής. Ποτέ δεν προσαρμόζουμε τον εαυτό μας σε αυτό που παίζουμε. Μέριμνά μας, είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να επιτεθούμε καλύτερα. Αυτό ήταν πάντα ξεκάθαρο, έχω ένα άγαλμα του Γιόχαν στο γραφείο μου για να μας θυμίζει τι έκανε. Είναι πάντα μαζί μας»…
Και όπως καταλαβαίνουμε όλοι εμείς που αγαπάμε αυτό το παιχνίδι, εκείνο το βράδυ της 7ης Ιουνίου 1992, δεν υπήρξε ούτε Θεός, ούτε Αλλάχ, ούτε οι τρεις μάγοι, ούτε αόρατο χέρι… Ήμασταν όλοι εμείς, που αναζητούσαμε τον άξιο διάδοχο… Τον άνθρωπο που θα μετέδιδε την γνώση στα νέα παιδιά, αυτόν που θα συνέχιζε να βάζει στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, τα αξιώματα του «Ιπτάμενου Ολλανδού»… Αυτόν που χωρίς δεύτερη σκέψη, δήλωσε σε ανύποπτο χρόνο: «δεν ήξερα τίποτε για το ποδόσφαιρο, μέχρι που γνώρισα τον Γιόχαν Κρόϊφ»…
Και αφού… συνωμοτήσαμε, δώσαμε το χρίσμα στον 20χρονο πιτσιρικά, ο οποίος φρόντισε να μας επιβεβαιώσει πανηγυρικά… Μέχρι τον επόμενο… Γιατί οι δάσκαλοι της ζωής, όπως ο Γιόχαν Κρόιφ, πεθαίνουν μόνον όταν ξεχασθούν…
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]