– Το πρώτο σας βιβλίο «Η Γέννα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα μεγάλο ψυχολογικό και νοητικό ταξίδι, το οποίο βρίθει συμβολισμών. Πώς επιλέξατε αυτή τη συμβολιστική διάσταση;
Μου το έχουν πει και άλλοι αναγνώστες αυτό! Δεν είναι ακριβώς ότι επέλεξα αυτή τη συμβολική διάσταση. Θα έλεγα πως το βιβλίο μου έχει στοιχεία που ενθαρρύνουν και τις συμβολικές αναγνώσεις, ανάμεσα σε άλλες. Παρά το γεγονός πως η αφήγηση παραμένει -στο μεγαλύτερο μέρος της- πολύ κυριολεκτική και, παρότι υφαίνεται πάνω σε συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις, η «Γέννα» φαίνεται πως επιτρέπει στον αναγνώστη να τη διαβάσει και σε ένα επίπεδο πιο συμβολικό. Του επιτρέπει δηλαδή να φανταστεί πως η ιστορία του Εζρα και της Σελέστε μπορεί ταυτόχρονα να μιλά και για κάτι πέρα από αυτά τα δύο πρόσωπα, κάτι πιο γενικό, πιο αφηρημένο.
Οι ίδιοι οι ήρωες του βιβλίου σκιαγραφούνται μάλλον αφαιρετικά, γεγονός που ίσως διευκολύνει τον αναγνώστη να τους αντικρίσει ως αρχέτυπα.
– Το πρωταγωνιστικό δίδυμο του βιβλίου, ο Εζρα και η Σελέστε, πρόσωπα εύθραυστα και συγχρόνως ρωμαλέα, μ’ έναν ιδιαίτερο ψυχισμό, φαίνεται να ακροβατούν μεταξύ έντονων συναισθημάτων και καταστάσεων – ερωτικό πάθος και απώλεια, ενοχή και λύτρωση-, με το στοιχείο του πένθους, στις ποικίλες εκφάνσεις του, να διαπερνά την κοινή τους ιστορία. Τι επιδιώκετε να εισπράξει ο αναγνώστης απ’ αυτό το πολυεπίπεδο πένθος;
Μπορώ να απαντήσω συνολικά για τις έντονες συναισθηματικές καταστάσεις που αναφέρετε. Το κρίσιμο, νομίζω, δεν είναι απλώς το πένθος ή το ερωτικό πάθος που βιώνουν οι ήρωες καθαυτό. Δεν είναι καν η στιγμιαία ένταση αυτών των συναισθημάτων. Είναι η διάρκειά τους. O διαχρονικός τους αντίλαλος. H ικανότητά τους να συσσωρεύονται και να πολλαπλασιάζονται στην ψυχή των ηρώων. Ηθελα να μιλήσω για συναισθήματα που δεν ξεθυμαίνουν ούτε λειαίνονται με τον χρόνο, αντίθετα ανασύρονται ξανά και ξανά από τα βάθη του ψυχισμού, κουβαλώντας στο ακέραιο όλη τη δύναμη των προηγούμενων εκφάνσεών τους. Το πιστεύω αυτό. Κάθε συναίσθημα κουβαλά ένα ολόκληρο παρελθόν. Κάθε δάκρυ κουβαλά όλα τα δάκρυά μας. Μια τέτοια διαδρομή προσπάθησα να ιχνηλατήσω.
– Η πρόζα σας περιλαμβάνει έντονες ερωτικές περιγραφές. Δεν φοβηθήκατε την παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί συγγραφείς κινδυνεύοντας να χαρακτηριστούν τα βιβλία τους ερωτικά ή ακόμα και πορνογραφικά;
Υπάρχω: Πόσα εισιτήρια έχει κόψει η ταινία - Ποια η αμοιβή του Χρήστου Μάστορα
Γιατί να φοβηθώ; Η «Γέννα» έχει μια ξεκάθαρα ερωτική διάσταση, που δεν θα μπορούσε να αποδοθεί διαφορετικά. Περισσότερο με απασχολεί αν όσα έγραψα λειτουργούν αναγνωστικά, παρά το αν μπορούν να χαρακτηριστούν πορνογραφικά.
– Οπως ο Κάφκα, με τον οποίο καταλαβαίνω ότι έχετε μια ιδιαίτερη σχέση, προσπαθείτε να συλλάβετε την αόρατη πραγματικότητα, έξω από τον απατηλό κόσμο των φαινομένων. Πώς λειτουργεί στην ιστορία σας, αλλά και στη ζωή σας το δίπολο πραγματικότητα vs φαντασία;
Θα ήταν υπερβολή να πούμε πως έχω ιδιαίτερη σχέση με τον Κάφκα. Τον έχω διαβάσει αρκετά και τον θαυμάζω πολύ ως συγγραφέα. Ο Κάφκα άλλαξε τη λογοτεχνία και μαζί με αυτήν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο.
Στην ουσία της ερώτησης νομίζω κάθε αναγνώστης θα συμφωνήσει πως η «Γέννα» έχει μια ρεαλιστική αφετηρία και τοποθετείται σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο. Υπάρχουν όμως σημεία που οι καταστάσεις θερμαίνονται, δοκιμάζοντας τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης. Η ιστορία μοιάζει να εκτρέπεται, μαζί με τους πρωταγωνιστές της. Στις στιγμές αυτές εναπόκειται στον αναγνώστη να σκεφτεί αν όσα συμβαίνουν κατατάσσονται στη σφαίρα της πραγματικότητας ή της φαντασίας. Ποια πραγματικότητα όμως; Μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζουμε πραγματικότητα κατασκευάζεται στο μυαλό μας, δηλαδή στη… φαντασία μας.
– Πώς καταφέρατε να δημιουργήσετε στη «Γέννα» μια τόσο γοητευτικά αινιγματική ατμόσφαιρα, ώστε να αισθάνεται κανείς ότι πίσω από κάθε λέξη κρύβεται και κάτι άλλο;
Χαίρομαι με το σχόλιό σας. Η δημιουργία μιας τέτοιας ατμόσφαιρας ήταν εντός των προθέσεών μου. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, ξέρω ότι προσπάθησα να το κάνω.
Νομίζω ότι μεγάλο μέρος αυτής της αινιγματικής ατμόσφαιρας οφείλεται στο γεγονός πως απέφυγα να εξηγήσω τις συμπεριφορές των ηρώων μου. Αρκέστηκα στο να τις δείξω. Αρνήθηκα δηλαδή να δώσω απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν θα μπορούσαν να απαντήσουν ούτε οι ίδιοι για τον εαυτό τους: Τι νιώθουν αλήθεια ο ένας για τον άλλον; Τι είναι τελικά αυτό που δημιουργεί έναν τόσο ισχυρό δεσμό ανάμεσά τους; Δεν δίνεται δηλαδή στον αναγνώστη μια προφανής διαφυγή από τα ερωτήματα που προκύπτουν, και αυτό αφήνει ανοιχτές πολλαπλές δυνατότητες ερμηνείας.
Νομίζω πως το ίδιο συμβαίνει και στις ζωές μας. Η ανθρώπινη κατάσταση δεν χωρά σε αποστειρωμένα κουτάκια αιτιοκρατίας. Δεν μπορούμε πάντα να αποδώσουμε με σιγουριά τα ξεσπάσματα ή τις επιλογές μας σε ξεκάθαρες αιτίες ή σε συνειδητές διεργασίες. Το γεγονός εξάλλου πως ο αναγνώστης προσλαμβάνει τα γεγονότα από την ατελή οπτική ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή συμβάλλει επίσης, νομίζω, στην αινιγματικότητα του κειμένου. Αν μας δινόταν και η οπτική της Σελέστε, ίσως οδηγούμασταν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Κι αν είχαμε την εκδοχή ενός τρίτου παρατηρητή για τα γεγονότα, μπορεί να είχαμε μεγαλύτερη σιγουριά για τα αφηγούμενα.