
Μυθιστορήματα όπως «Η ιστορία της θεραπαινίδας», της Μάργκαρετ Ατγουντ, και το κλασικό «1984», του Τζορτζ Οργουελ, αναρριχήθηκαν στην 4η και 16η θέση αντίστοιχα στο ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο της Amazon, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στην πρώτη εκλογή του Τραμπ. Την ίδια στιγμή, στην 8η θέση βρέθηκε το «Απέναντι στην τυραννία: 20 μαθήματα από τον 20ό αιώνα», του Τίμοθι Σνάιντερ, που γράφτηκε τον Φεβρουάριο του 2017, δηλαδή αμέσως μόλις ο Τραμπ ανήλθε στο προεδρικό αξίωμα και έδειξε τα πρώτα δείγματα της πολιτικής του γραφής.
Είναι προφανές πως αυτή η τάση του αναγνωστικού κοινού υποδηλώνει τη διάχυτη ανησυχία μεγάλου μέρους των πολιτών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού για την πορεία της πατρίδας τους, για τη διατήρηση κατοχυρωμένων δικαιωμάτων στην επονομαζόμενη «χώρα της ελευθερίας» και για τον κίνδυνο υπονόμευσης των πολιτειακών θεσμών. Η ανησυχία αυτή εύλογα μας υπενθυμίζει για ακόμη μία φορά πως η επαγρύπνηση όλων είναι αναγκαία, μια και η Δημοκρατία παραμένει το πιο εύθραυστο πολίτευμα (παρότι, ιστορικά, είναι το καλύτερο).
Ως λογοτεχνικό είδος, η δυστοπία εντάσσεται στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, αρκετά, όμως, από αυτά τα έργα, κυρίως όσα συνιστούν αυτό που θα λέγαμε αμιγώς πολιτικές δυστοπίες, είναι ως επί το πλείστον ρεαλιστικά και, δυστυχώς, επίκαιρα. Αλλωστε, σε αντιδιαστολή με την ιδανική ουτοπία (1516) του Τόμας Μορ, η δυστοπία πρωτοχρησιμοποιήθηκε ως όρος το 1868 από τον Βρετανό φιλελεύθερο φιλόσοφο Τζον Στιούαρτ Μιλ, για να περιγράψει τους αυταρχικούς και ολοκληρωτικούς τρόπους διακυβέρνησης μιας Πολιτείας. Αυτού του είδους οι δυστοπίες ονομάζονται «τι θα γινόταν αν» (κατά το αγγλικό «what if») και η ανάγνωσή τους συνιστά την κατάδυση σε έναν εφιάλτη τρομακτικά αληθοφανή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο» (1962), του Φίλιπ Κ. Ντικ (μτφρ. Χ. Λιθαρής, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2008), μία εναλλακτική εκδοχή της Ιστορίας της Αμερικής μετά από υποτιθέμενη νίκη των Δυνάμεων του Αξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την ανατροπή του Ρούσβελτ ξεκινά μία ακόμη ιδιαίτερα ρεαλιστική δυστοπία, το εξαιρετικό «Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής», του Φίλιπ Ροθ (1933-2018), που εκδόθηκε το 2004 (μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2008). Στο μυθιστόρημα του εβραϊκής καταγωγής Αμερικανού συγγραφέα, ο Ρούσβελτ ηττάται στις εκλογές από τον ήρωα της αμερικανικής αεροπορίας, αντικομμουνιστή και αντισημίτη, Τσαρλς Λίντμπεργκ. Πράγματι, στον Λίντμπεργκ είχε προταθεί το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, αλλά απέρριψε την πρόταση. Στην εναλλακτική πραγματικότητα, που αφηγείται ο Ροθ ως οκτάχρονος, ο φιλοναζιστής Λίντμπεργκ, ως ο 33ος πρόεδρος των ΗΠΑ, υπογράφει σύμφωνο ειρήνης με τον Χίτλερ και στην καρδιά των χιλιάδων εβραίων Αμερικανών πολιτών εισβάλλει η αγωνία για την τύχη τους. Ο διχαστικός λόγος και ο απομονωτισμός κυριαρχούν και το μέλλον των ΗΠΑ διαγράφεται ζοφερό.
Παρότι το «Δεν γίνονται αυτά εδώ» και «Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» γράφτηκαν πριν από σχεδόν έναν αιώνα και πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια αντίστοιχα, η ανατριχιαστική εξέλιξη της υπόθεσης και των δύο παραπέμπει στη σημερινή κατάσταση στις ΗΠΑ, όπου τα δικαιώματα και οι προσδοκίες για μία συμπεριληπτική κοινωνία οπισθοχωρούν μπροστά στην επέλαση της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του σεξισμού, τα δημοκρατικά θεμέλια της χώρας απειλούνται και ο κίνδυνος για τη μη αναστρέψιμη αποξένωση των ΗΠΑ από την Ευρώπη καραδοκεί.
Η ΑΛΗΘΟΦΑΝΗΣ ΔΥΣΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΣΙΝΚΛΕΡ ΛΙΟΥΙΣ
Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός πως ο πρώτος Αμερικανός που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1930), ο Σίνκλερ Λιούις (1885-1951), πέντε χρόνια μετά τη βράβευσή του δημοσίευσε μία εξαιρετικά καλογραμμένη και αληθοφανή δυστοπία, το «Δεν γίνονται αυτά εδώ» (μτφρ. Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2016), ένα έργο που κατά τους «New York Times» προφήτευσε την άνοδο του Τραμπ. Με φλεγματώδες χιούμορ και εύστοχο σαρκασμό, ο Λιούις αφηγείται μία εναλλακτική εκδοχή της Ιστορίας και περιγράφει την Αμερική όπως θα ήταν εάν κυριαρχούσε ο φασισμός. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’30, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μεγάλη Υφεση, όταν ο γερουσιαστής Μπαζ Γουίντριπ παρακάμπτει τον Ρούσβελτ, παίρνει το χρίσμα των Δημοκρατικών και οδηγεί το κόμμα του στη νίκη. Σε μία γονατισμένη από την οικονομική κρίση Αμερική, η ιδέα του Εθνικοσοσιαλισμού αρχίζει να φαίνεται ελκυστική για ολοένα και περισσότερους απελπισμένους πολίτες.
Αυτήν την κατάσταση εκμεταλλεύεται ο λαϊκιστής νέος πρόεδρος, που σαν άλλος Τραμπ υπόσχεται να επαναφέρει τη χώρα στις ένδοξες ημέρες της. Για να επαναφέρει, όμως, τις ΗΠΑ σε τροχιά ανάκαμψης, μετατρέπεται σε δικτάτορα, με την άρση των δικαιωμάτων και με τις συνταγματικές ελευθερίες να αναστέλλονται καθημερινά, προκειμένου «να προστατευτεί ο λαός», όπως υποστηρίζει ο δημαγωγός πολιτικός. Ευνοούμενοι και υποστηρικτές ανταμείβονται και διορίζονται σε καίριες θέσεις, αντίπαλοι και σκεπτικιστές, όπως ο έτερος πρωταγωνιστής του έργου, ο φιλελεύθερος δημοσιογράφος Ντορέμους Τζέσαπ, διώκονται συστηματικά, αντιφρονούντες δικάζονται και τοποθετούνται σε στρατόπεδα εργασίας και συγκέντρωσης, ενώ η χώρα φαίνεται να οδεύει σε πόλεμο με το Μεξικό.