«Μια γερμανική συλλογή γραμματοσήμων» (εκδόσεις Μεταίχμιο): Ποιο είναι το κίνητρο για τη συγγραφή του βιβλίου σας και πόσο δύσκολο ήταν να συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό;
Δεν θα έλεγα ότι υπήρχε κίνητρο υπό την έννοια μιας συγκεκριμένης επιθυμίας ή προϋπόθεσης ή ανάγκης και της ομαλής πορείας που έπεται. Ήταν μια στιγμή ιδιαίτερη σαν έκλαμψη, που κινητοποίησε μια σειρά εκπλήξεων. Ανακάλυψα σε κιβώτια αποθηκευμένα στο σπίτι μου πράγματα ιδιαίτερα, όπως ένα άλμπουμ γραμματοσήμων και επιστολές του ’30 προσεχτικά ταξινομημένες και φυλαγμένες. Πάραυτα προσπάθησα να θυμηθώ: φράσεις και μνήμες ανασύρθηκαν και συνδυάστηκαν με τη συλλογή μάλλον αιφνίδια, δημιουργώντας απορίες και ερωτήματα. Ουσιαστικά όλο το βιβλίο είναι μια έρευνα που προχωρούσε ταυτόχρονα εσωτερικά και εξωτερικά, ψάχνοντας στοιχεία σε μισοξεχασμένες, μεμονωμένες φράσεις και ρωτώντας τους άλλους ή ανασκαλεύοντας αρχεία. Το βιβλίο, που δεν ήξερα καν αν θα γίνει βιβλίο ή κάτι άλλο, γραφόταν παράλληλα και με παρακινούσε στον δρόμο που έπρεπε να ανοίξω. Το θέμα ήταν να διακρίνω από όλες τις περιγραφές τις νύξεις, τις αντιφάσεις, τις άσχετες φράσεις, που νόμιζα ότι ήταν άσχετες, ώσπου να φανεί το νόημά τους, τι αναδυόταν ως ιστορία τι ενέπιπτε σε μια διήγηση και τι συγκροτούσε μια αφήγηση.
Πώς βρέθηκε μια συλλογή γραμματοσήμων που εκδόθηκαν μεταξύ 1938-1941 στα χαρτιά της Δήμητρας Αγγελίδου; Ποιοι τη συνέλεξαν και ποιοι ταξινόμησαν τα γραμματόσημα; Θέλετε να μας ξετυλίξετε το κουβάρι των αναμνήσεων με ένα ταξίδι στον χρόνο και το παρελθόν;
Πριν δύο χρόνια ανακάλυψα στο σπίτι μου ένα μικρό άλμπουμ με γραμματόσημα όλα γερμανικά που είχαν εκδοθεί μεταξύ 1937/38 και 1941. Αχνά θυμήθηκα ότι το είχα ξαναδεί. Μου το είχε δείξει πριν από χρόνια η μητέρα μου Δήμητρα και μου είπε κάπως αόριστα ότι της τα έδωσε στην Κατοχή, στη Θεσσαλονίκη, ένας νεαρός Γερμανός αξιωματικός που έμενε σε ένα γειτονικό επιταγμένο σπίτι στην οδό Τραπεζούντος στη συνοικία Ανάληψη. Της είπε να του τα φυλάξει και όταν τελειώσει ο πόλεμος θα γυρίσει να τα πάρει. Λίγες μέρες μετά έφυγε στο ανατολικό μέτωπο. Ο Γερμανός αξιωματικός δεν γύρισε ποτέ. Νομίζω ότι μετά τη φρίκη των εκατομμυρίων νεκρών και των ανήκουστων συμβάντων του πολέμου που αποκαλύπτονταν σιγά σιγά η Δήμητρα ούτε καν θα διερωτήθηκε.
Στο μεταξύ μελέτησα τη συλλογή και το ενδιαφέρον μου γύρω από αυτήν και το πώς αυτή βρέθηκε στα χέρια της Δήμητρας μεγάλωσε. Απευθύνθηκα στη μόνη μάρτυρα που ζούσε ακόμη, τη Χρυσούλα Οικονόμου που ήταν τότε 11 χρονών, έμενε ως εξαδέλφη στο ίδιο σπίτι και τα θυμόταν όλα. Έδωσε για το συμβάν τον χρόνο, τον τόπο και κυρίως έδωσε το όνομα. Ήταν καταπληκτικό ότι στα 89 της θυμόταν το όνομα του νεαρού στρατιωτικού που ήταν Helmut Engelhart. Ήταν οι βασικές πληροφορίες. Από τότε άρχισα τον αγώνα να τον βρω. Ως όνομα τον βρήκα στο διαδίκτυο, αλλά κυρίως τον βρήκα στα στρατιωτικά αρχεία. Ανήκε στη Βέρμαχτ. Τα πράγματα ήταν συχνά δύσκολα και περίπλοκα, ποτέ εντελώς σαφή. Υπήρχε ένας συνονόματος, μέλος των ένοπλων SS και όχι της Βέρμαχτ, υπήρχε ένα δικό του στρατιωτικό ημερολόγιο στη Νέα Υόρκη, ενώ ποτέ δεν ήταν από τα αρχεία σαφές ποιο διάστημα ήταν στη Θεσσαλονίκη, απαραίτητη προϋπόθεση να έχει δει τη Δήμητρα για να της δώσει τα γραμματόσημα. Πράγμα που πρέπει να έγινε τον Ιούνιο του 1941.
Στη διήγηση προσπαθώ να αναστήσω τη Δήμητρα ως νεαρή κοπέλα, φοιτήτρια και μετά εργαζόμενη που ως Μικρασιάτισσα προσφυγοπούλα αγωνίστηκε με την οικογένειά της να ζήσει και να μορφωθεί, ενώ παράλληλα προσπαθώ να αποδώσω το πολιτικό και πνευματικό κλίμα της δεκαετίας του ’30 στη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησα επίσης να διηγηθώ ό,τι ήξερα από τα αρχεία για τον Γερμανό, την εκπαίδευσή του και τη σκληρή στρατιωτική του καριέρα. Επέμεινα πολύ στη προσπάθειά μου να τον εντοπίσω ως άνθρωπο, να του δώσω υπόσταση ως προσωπικότητα. Ως το τέλος όλα διατηρούσαν κάποια επισφάλεια, αλλά και αυτό μου φαινόταν ωραίο.
Θεωρείτε ότι αυτή η σημαντική ιστορική περίοδος έχει ερευνηθεί σε βάθος; Ή έχουμε ακόμη πολλές ιστορικές αλήθειες να ανακαλύψουμε για αυτή;
Η κατοχική Θεσσαλονίκη περιγράφεται από πολλούς ιστορικούς. Ας αναφέρουμε ως παράδειγμα τον Μαζάουερ. Υπάρχουν διηγήσεις, φωτογραφίες, αρχειακό υλικό. Ήταν εκεί για μεγάλο διάστημα το στρατηγείο της Βέρμαχτ για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη με πολλές κρίσιμες επιχειρησιακές μονάδες. Σχεδόν όλα τα δημόσια κτίρια και πολλά ιδιωτικά είχαν επιταχθεί και η καθημερινότητα των πολιτών είχε σε μεγάλο βαθμό τροποποιηθεί. Το χαρακτηριστικό ήταν η ταχύτητα εγκατάστασης των στρατοπέδων και πάσης φύσεως διοικητικών υπηρεσιών, υγειονομικής περίθαλψης, επικοινωνιών, επιμελητείας.
Το 1941 για την Ελλάδα ήταν καίριο και κρίσιμο έτος. Ξεκίνησε με την τεράστια ορμητική κινητοποίηση όλου του λαού εναντίον των Ιταλών με ένδοξες νίκες στα αλβανικά βουνά, καθώς και στα Οχυρά Μεταξά στην Ανατολική Μακεδονία, και τελείωσε με πλήρη αντιστροφή της τύχης, με εισβολή των Γερμανών και Ιταλών και την κατάληψη των μεγάλων πόλεων και της νήσου Κρήτης. Επιβλήθηκε τριπλή κατοχή Γερμανίας Ιταλίας και Βουλγαρίας σε όλη τη χώρα. Το ’41 τελείωσε με έναν φοβερό λιμό, κυρίως στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, που άφησε χιλιάδες νεκρούς. Διεθνώς ήταν το έτος του θριάμβου της Γερμανίας: όλη η Ευρώπη έχει υπαχθεί στον Άξονα και η Γερμανία έχει εισβάλει στη Ρωσία με καταιγιστική ταχύτητα, επικρατώντας σε όλο το μήκος της χώρας από το Λένιγκραντ έως την Οδησσό. Στη Γαλλία υψώθηκαν πανό με το αλαζονικό σύνθημα «η Γερμανία νικά σε όλα τα μέτωπα». Δεν φαινόταν ακόμη ότι ερχόταν σε μερικούς μήνες το Στάλιγκραντ, η αρχή του τέλους για τους Γερμανούς.
Τελευταία πληθαίνουν τα βιβλία όπου τα αληθινά περιστατικά από τον βίο των πεζογράφων αποτελούν την κύρια αφηγηματική γραμμή. Αυτή η μορφή αυτομυθοπλασίας τελικά είναι μόδα ή ανάγκη;
Νομίζω ότι πάντα οι συγγραφείς αντλούν από την προσωπική εμπειρία τους για θέματα και χαρακτήρες παρόλο που άλλοι το δηλώνουν και άλλοι όχι. Αυτό που κυρίως έχει πολλαπλασιαστεί είναι η απόλυτη αποδοχή του εαυτού ως υποκειμένου και αντικειμένου μιας αφήγησης, ως συγγραφέα και δρώντος υποκειμένου της αφήγησης ταυτόχρονα. Μπορεί να μιλά ή όχι σε πρώτο πρόσωπο ή σε τρίτο, ή να τα παραλλάσσει, αλλά πάντα η ιστορία όχι μόνο διηθείται από τον εαυτό αλλά ο εαυτός είναι και το υποκείμενο της ιστορίας.
Στο βιβλίο βλέπουμε τους πρωταγωνιστές σας να εμπλέκονται διαχρονικά με αυτό που ονομάζουμε γενικά πάλη των ιδεών. Από το κοπιαστικό αυτό οδοιπορικό τι μένει σήμερα;
Οι ήρωες ζουν την εποχή τους. Προσπάθησα να βρω λέξεις και φράσεις που να δείχνουν τους τρόπους συμμετοχής τους στα πολιτικά πάθη και στις ιδεολογίες, πού και ποιους ακολούθησαν. Για τους Γερμανούς δεν είχα πληροφορίες, έριξα μόνο μια ματιά στα ιδανικά της παιδείας της χώρας τους, και πόσο σαρώθηκαν από τους ναζί. Η Δήμητρα υπήρξε φοιτήτρια του νέου πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης υπό την επιρροή του σοσιαλιστή Παπαναστασίου που το συγκρότησε. Οι περισσότεροι καθηγητές της ανήκαν στη γενιά του ’39. Στην περίπτωσή τους δεν ξέρω αν ταιριάζει ο όρος πάλη των ιδεών, παρ’ όλη την παλαιική αύρα που ταιριάζει στη λέξη. Πόλεμος ήταν…, μια ιδιαίτερα σκληρή περίοδος που τους πήρε και τους σήκωσε και τους άφησε να πέσουν πιστεύοντας στο δίκιο και τη λευτεριά, όσοι μπόρεσαν…
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των ιστορικών και των συγγραφέων στα χρόνια της κρίσης; Μπορούν να είναι οι φωνές που θα μας διδάξουν και θα μας αφυπνίσουν;
Ενδεχομένως η θέση τους είναι προνομιακή στο μέτρο που προσπαθούν να αναλύσουν την πραγματικότητα εντοπίζοντας όψεις της κοινωνίας που οδηγούν σε αλλαγές, ρήξεις, εκρήξεις ή επαναλήψεις. Ωστόσο δεν βλέπω γιατί δεν ισχύει το ίδιο και με την επιρροή της λογοτεχνίας ή των εικαστικών τεχνών στην κοινωνία. Πιστεύω βαθιά στη δύναμη της τέχνης, μολονότι δεν μπορώ να την αναλύσω, άλλο στοιχείο και αυτό της δύναμής της.