Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
Νησί στο κέντρο της Αθήνας
Ναυάγησα σ’ ένα ξερονήσι μεταξύ Πατησίων, Λιοσίων και Μοναστηρακίου, αναδυμένο στην άκρη της αρχαίας πόλης, μετά την καταστροφική πλημμύρα και την αδυναμία της κεντρικής αποχέτευσης να ρουφήξει τα ταραγμένα όμβρια ύδατα, ώστε ν’ αποδοθούν στη θάλασσα.
Εκείνη, η θάλασσα εννοώ, είναι η σωτηρία μας, καλόγνωμη και στοργική καθώς είναι, διαθέτει τεράστια κοιλιά, όλα τα χωνεύει το ίδιο, απόβλητα, καράβια μέχρι κι αθώα παιδιά. Επειτα, παίζει παιχνίδια με τον ήλιο, τον αέρα, έχει τη δύναμη να γαληνεύει τις ψυχές όσων έχουν το θάρρος και το θράσος να την κοιτούν κατάματα.
Εδώ στο νησί μας, ποτέ δεν κατάφερε να φτάσει, ν’ αφήσει έστω λίγη αλμύρα, ένα φύκι, λίγη απ’ την αύρα της, εδώ δεν βλέπεις βράχια, μόνο στόματα, σώματα με ψυχές καμένες από ουσίες κι οινοπνεύματα. Πνεύματα και βλέμματα γεμάτα αναζήτηση. Τι μπορείς να βρεις σ’ ένα νησί δίχως θάλασσα τριγύρω;
Ισως ένα αδύναμο δέντρο ή κάποιο υπόστεγο, ακόμα και κάποια είσοδο εγκαταλελειμμένου κτιρίου, να φωλιάσεις, ν’ αντέξεις τους διαπεραστικούς ήχους από σειρήνες κι εξατμίσεις οχημάτων.
Ενας αυτοδιορισμένος φιλόσοφος μακρυμάλλης, ντυμένος με ρούχα της δεκαετίας του εβδομήντα, μας λέει κάθε μέρα τα ίδια, μήπως τα εμπεδώσουμε. «Ο άνθρωπος», φωνάζει, «είναι νότες, θάνατος δεν υπάρχει στον ορίζοντα, ποτέ δεν σβήνει η μουσική, ο θάνατος είναι απλά αλλαγή συχνότητας. Εσύ είσαι ο δημιουργός, ο καλλιτέχνης της ζωής σου. Συντονίσου με νεκρούς και ζωντανούς, οι νεκροί δεν πεθαίνουν, παίζουν μονάχα σε ασύμβατες συχνότητες, σαν τα παιδιά που παίζουν στην ακρογιαλιά με τα κύματα της θάλασσας. Μαθαίνετε ν’ ακούτε με τα μάτια, να βλέπετε τον κόσμο με τ’ αφτιά, ν’ απολαμβάνετε ανασαιμιές εμψύχων και αψύχων. Μυρίστε με τα χέρια σας τα χρώματα της νύχτας, προπάντων μη φοβάστε, ο φόβος είναι ο μοναδικός εχθρός.. Δώστε αξία στη στιγμή, στην κάθε νέα μέρα της ζωής σας».
Κάποιοι τον συμπονούν και τον φροντίζουν, άλλοι τον διώχνουν, τον κλοτσούν, μα εκείνος, δεν πονά, γιατί δεν φοβάται. Είναι ο μόνος που ξεχωρίζει από το πλήθος, κυκλοφορεί γύρω στο λιόγερμα και νωρίς το πρωί χειμώνα καλοκαίρι.
Το χάραμα όλα γίνονται ομίχλη, σιγά σιγά το σκηνικό μεταβάλλεται, ανοίγουν τα περίπτερα, μαζεύονται οι πόρνες και οι πότες, στήνουν τους πάγκους τους οι μικροπωλητές, γεμίζουν οι στάσεις ανθρώπους μοναχικούς, κουρδισμένους, μ’ ένα πλαστικό ποτήρι καφέ στο χέρι, αλλοπαρμένοι να προλάβουν τις δουλειές τους.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Με όλα τούτα που σας αραδιάζω, θα φαντάζεστε, ένα νησί κακάσχημο χωρίς καμιά ελπίδα. Δεν είναι αλήθεια, έχει θέα ζηλευτή στο παρελθόν μα και στο μέλλον του ακόμα, μια ζεστή αύρα το τυλίγει τρυφερά, μια ανωνυμία που προσφέρει ελευθερία, σημαντικό ζητούμενο για χώρο διαμονής.
Μπορούμε να μιλήσουμε στον ήλιο, στον αέρα, στα χελιδόνια που δεν μας ξεχνούν την άνοιξη, στις εποχές που έρχονται και φεύγουν κάθε τόσο. Μπορεί να είναι ίσως η ιδέα μου, όμως σας βεβαιώνω πως μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Μάη απ’ τον Ιούλη, τον Οκτώβρη απ’ τον Γενάρη, τις καθημερινές από τις Κυριακές.
Η δική μου όσφρηση είναι άριστη, από τότε που μύρισα το αίμα της μάνας μου όταν έκοψε το χέρι της βαθιά με το δρεπάνι, αυτό το κουβαλάω προίκα μου. Ετσι, όπου περάσω, ξέρω καλά να ξεχωρίζω τα ακριβά μαγαζιά, από τις αποθήκες που μυρίζουν μπαγιάτικες κάλτσες, τα υπόγεια που μυρίζουν ρίγανη, μπορούν τα ρουθούνια μου να διακρίνουν τη μοναξιά, τα καμένα λόγια, τις ξαναζεσταμένες υποσχέσεις, το σπέρμα του έρωτα, δίχως να βλέπω τίποτα.
Οι τυχαίοι που βρεθήκαμε το αγαπήσαμε αυτό το νησί, ξεκάθαρα σνομπαρισμένοι από τους γύρω ιθαγενείς μεταξύ Λυκαβηττού, Ακρόπολης και Θησείου, απ’ αυτούς έμειναν μόνο σκόρπια γονίδια γνήσιων ιθαγενών, αναμεμιγμένα με τον πλούτο των εκάστοτε εξορισμένων.
Εμείς, κάναμε τα σπίτια μας πολυδαίδαλες σπηλιές, φραγμένα με ξύλα μυτερά για να μπορούμε ενίοτε ν’ αλληλοσπαραζόμαστε, παρότι δημιουργήσαμε γειτονιές, εκκλησιές, και στέκια όλο και μας τραβάει η χλιδή. Στα σπίτια και τα καταστήματα χρησιμοποιούμε τζαμαρίες να μπαίνει φως και να μας προστατεύουν από τα καιρικά φαινόμενα, διαθέτουμε τραπέζια, κρεβάτια και κυρίως ηλεκτρονικούς υπολογιστές, για να εξασφαλίζουμε τέλεια μοναξιά.
Ο αχός της αγοράς μεγαλειώδης, βιτρίνες με κάθε είδους αγαθά, φαγάδικα, αρώματα από φρεσκοκομμένο καφέ, μπόχα από την κεντρική αγορά, λουλούδια από τα καταστήματα καλλυντικών, όμως κυριαρχεί η μυρωδιά του ανθρώπου, ατόμων κάθε εθνικότητας, που εισπνέουν ελπίδα κι εκπνέουν απογοήτευση ανακατεμένη με κύμινο, σκόρδο και κάρυ.
Χρόνια τώρα τραβήχτηκαν τα γενετήσια όμβρια, οι αποχετεύσεις γεμάτες με πολυπληθείς αποικίες κατσαρίδων και αρουραίων.
Δεν διαθέτουμε μεγάλες πλατείες με αγάλματα και προτομές γραμμένα με σπρέι, ούτε φαρδιά πεζοδρόμια και παιδικές χαρές.
Να φανταστείτε, ούτε καν οι γνωστοί άγνωστοι με τους λοστούς και τις μολότοφ απ’ τα γειτονικά Εξάρχεια δεν μας επισκέπτονται, επειδή σε μας δεν φτάνουν τα κανάλια, δεν φτάνουν δήμαρχοι και πρωθυπουργοί.
Παρ’ όλα αυτά, είμαστε υποστηριχτές της δημοκρατίας, αυτό είναι το έμβλημα της διπλανής μας αρχαίας πόλης. Σ’ εμάς φωλιάζουν άνθρωποι απ’ όλο τον πλανήτη, κάθε φυλής και χρώματος, φυτοζωούν μαζί μας προσπαθώντας να προσαρμοστούν.
Στα πλαίσια αυτής της δημοκρατίας, διαθέτουμε και μπουρδέλα μετονομασμένα σε «στούντιο», εκτονώνοντας κάθε βίτσιο αλλοδαπών, ημεδαπών κι αριστοκρατών, που καταφτάνουν με φιμέ τζάμια στις κούρσες τους, δήθεν κρυφά, σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Στα ίδιο μοτίβο αυτής της δημοκρατίας, τα παιδιά μας δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι, οι γέροι δεν μπορούν να καθίσουν στα παγκάκια της πλατείας, οι ναρκομανείς χυμένοι μισοαναίσθητοι στα πεζοδρόμια, οι έμποροι των ουσιών βασιλεύουν πουλώντας την πρέζα τους ανενόχλητοι, οι ανήλικες κάθε εθνικότητας κάνουν βίζιτες για δέκα ευρώ.
Οι βουλευτές, όσοι μας κάνουν την τιμή να έρθουν πριν από τις εκλογές, μας υπόσχονται να μας κάνουν ένα κανονικό νησί, που θα έχει γύρω μας αλμυρό νερό και βάρκες.
Οι ρομαντικοί τούς πιστεύουν, οι ποιητές, όχι.
Ομως, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια, κουράστηκε το νησί από την τόση δημοκρατία.
Κι εγώ, βαρέθηκα, θέλω να ναυαγήσω επιτέλους σε κάποια θάλασσα αληθινή, να μάθω κολύμπι κι όπου με βγάλει.