Η επιτυχημένη παραγωγή του 2012, η οποία είχε παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αναβιώνει φέτος για πρώτη φορά στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος. Ο «Φάουστ» του Γκουνό αποτελεί τυπικό δείγμα γαλλικής μεγαλόπρεπης όπερας (grand opéra) και είναι η πρώτη του είδους που σημείωσε τόσο μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως. Ο Φάουστ στηρίζεται σε ποιητικό κείμενο των Ζυλ Μπαρμπιέ και Μισέλ Καρρέ, οι οποίοι άντλησαν το υλικό τους από το θεατρικό έργο «Φάουστ και Μαργαρίτα» του Καρρέ (1850), όπως επίσης από το Α΄ Μέρος του «Φάουστ» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1808) στη γαλλική του μετάφραση από τον Ζεράρ ντε Νερβάλ (1828). Από το 1859 που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Παρίσι, ο «Φάουστ» παρέμεινε το δημοφιλέστερο λυρικό έργο μέχρι περίπου τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από τον Γκαίτε ο «Φάουστ» κρατά μονάχα την αφήγηση και παρακάμπτει το φιλοσοφικό υπόβαθρο: ο ηλικιωμένος επιστήμονας Φάουστ πουλά την ψυχή του στον Μεφιστοφελή, με αντάλλαγμα τη νιότη και τον έρωτα. Στο επίκεντρο της όπερας δεν βρίσκεται τόσο ο ίδιος ο Φάουστ όσο η Μαργαρίτα, που μεταμορφώνεται χάρη στον έρωτα και τελικά πληρώνει σκληρά τις επιλογές της.
Ο σκηνοθέτης, χορογράφος, πρώην διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ και νυν διευθυντής του Εθνικού Μπαλέτου της Σλοβενίας Ρενάτο Τζανέλλα, με πολυετή θητεία στη διεύθυνση του Μπαλέτου της Κρατικής Όπερας της Βιέννης, στην Αρένα της Βερόνας και στο Εθνικό Μπαλέτο του Βουκουρεστίου, δημιουργεί μια εντυπωσιακή παραγωγή, μεταφέροντας την υπόθεση του έργου σε μια παλιά άδεια αίθουσα διδασκαλίας. Εκεί, μπροστά από μαυροπίνακες γεμάτους γνώση, ο Φάουστ, μόνος, βασανίζεται από τα θεμελιώδη ερωτήματα περί ζωής, θανάτου, έρωτα, ευτυχίας. Μέσα στο θολωμένο μυαλό του συναντά τον Μεφιστοφελή, ο οποίος, με δέλεαρ τη Μαργαρίτα, τον πείθει να υπογράψει τη συμφωνία με τον διάβολο.
Η παραγωγή είχε λάβει θετικές κριτικές το 2012 στο πρώτο της ανέβασμα, τόσο για τη σύγχρονη σκηνοθετική προσέγγιση και την ευφάνταστη χρήση του μπαλέτου από τον Τζανέλλα όσο και για τη σωστή καθοδήγηση τραγουδιστών και χορωδίας και τη συνεπή στο έργο δραματουργία, μέσα στο εμπνευσμένο σκηνικό του Αλεσσάντρο Κάμερα και με τα εντυπωσιακά κοστούμια της Κάρλας Ρικόττι.
Ο Τζανέλλα σημειώνει: «Τοποθετώ την υπόθεση σε μια παλιά, άδεια αίθουσα διδασκαλίας. Ο χρόνος και ο τόπος δεν είναι συγκεκριμένοι. Γύρω γύρω υπάρχουν μαυροπίνακες γεμάτοι πληροφορία. Τα θρανία είναι άδεια, μαθητές δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια, όμως ο καθηγητής Φάουστ επιστρέφει κάθε μέρα και εξακολουθεί να διδάσκει· δεν μπορεί να πιστέψει ότι όλα έχουν τελειώσει και ότι έχει μείνει μόνος. Το πέρασμα του χρόνου, η θλίψη και η μοναξιά τού έχουν προκαλέσει σύγχυση και επιθετικότητα. Ερωτήσεις σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο έρχονται στον νου του. Ανυπομονεί να καλωσορίσει την ημέρα που θα τον πάρει ο θάνατος, όμως αυτή η ώρα δεν έχει έρθει ακόμα.
Ο Φάουστ αποφασίζει να συναντήσει τον θάνατο αυτοκτονώντας. Κι επειδή ο Θεός δεν απάντησε στα ερωτήματά του, επιθυμεί να συναντήσει τον Σατανά, μήπως αυτός του δώσει τις απαντήσεις που γυρεύει. Ο Σατανάς τού στέλνει τον Μεφιστοφελή, ο οποίος τον προλαβαίνει την τελευταία στιγμή και του προτείνει μια συμφωνία: Εκείνος θα δώσει στον Φάουστ όλα όσα ζητά, αλλά θα πάρει ως αντάλλαγμα την ψυχή του. Όμως ο Μεφιστοφελής γνωρίζει περισσότερα. Γνωρίζει τον έρωτα του Φάουστ για μια από τις μαθήτριές του, τη Μαργαρίτα, και μέσα στο κυνικό του παιχνίδι φανερώνει το αντικείμενο του πόθου στον Φάουστ, ο οποίος δεν μπορεί πλέον να συγκρατηθεί και υπογράφει τη μοιραία συμφωνία.
Η προσέγγισή μου απομακρύνεται τόσο από το υπερφυσικό όσο και από το θρησκευτικό στοιχείο και τοποθετεί τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του στο επίκεντρο της υπόθεσης. Ο Φάουστ γίνεται πράγματι πάλι νέος ή απλώς ο Μεφιστοφελής τού δείχνει όσα θέλει να δει; Εγκαταλείπουν στ’ αλήθεια την αίθουσα προκειμένου να ταξιδέψουν σε άλλους τόπους και να ζήσουν τις πιο εντυπωσιακές περιπέτειες ή μήπως δεν εγκαταλείπουν ποτέ την αίθουσα διδασκαλίας; ‘Αραγε αυτή η αίθουσα είναι το κεφάλι του Φάουστ, γεμάτο με τόσες πληροφορίες ώστε να μην μπορεί να διακρίνει το πραγματικό από το φανταστικό;».
Την παραγωγή διευθύνει ο διακεκριμένος Γάλλος αρχιμουσικός Πιερ Ντυμουσσώ, στη δεύτερη συνεργασία του με την ΕΛΣ, μετά τη «Λουτσία ντι Λαμμερμούρ» το 2019. Ο Ντυμουσσώ βραβεύτηκε πριν από λίγες μέρες από τα γαλλικά βραβεία Victoires de la Musique ως ο καλύτερος ανερχόμενος αρχιμουσικός της χρονιάς. Ο Ντυμουσσώ πραγματοποίησε σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας στο Κονσερβατόριο του Παρισιού και συνέχισε τη μετεκπαίδευσή του στο PSPBB. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, το ρεπερτόριό του είναι ευρύτατο και εκτείνεται από τον 18ο ως τον 21ο αιώνα. Έχει διευθύνει όπερες και μπαλέτα σε σπουδαία λυρικά θέατρα της Γαλλίας, συμπράττοντας με σημαντικές ορχήστρες, μουσικά σύνολα, λυρικούς τραγουδιστές και συνθέτες.
Τον ρόλο του τίτλου μοιράζονται οι τενόροι Ίβαν Μαγκρί και Γιάννης Χριστόπουλος και τον ρόλο της Μαργαρίτας η Ιρίνα Λούνγκου και η Βασιλική Καραγιάννη. Τον ρόλο του Μεφιστοφελή ερμηνεύουν τρεις κορυφαίοι Έλληνες βαθύφωνοι, ο Γιάννης Γιαννίσης, ο Τάσος Αποστόλου και ο Πέτρος Μαγουλάς. Τη διανομή συμπληρώνουν διακεκριμένοι και νεότεροι Έλληνες μονωδοί, όπως οι Διονύσης Σούρμπης, Νίκος Κοτενίδης, Γιώργος Ματθαιακάκης, Κωστής Ρασιδάκις, Μιράντα Μακρυνιώτη, Διαμάντη Κριτσωτάκη, ‘Αννα Αγάθωνος, Χρυσάνθη Σπιτάδη. Συμμετέχουν η Ορχήστρα, η Χορωδία και το Μπαλέτο της ΕΛΣ.
Δείτε το making of video της παραγωγής, εδώ: