Το πάθος και το προσωπικό όραμα ενός ανθρώπου, του καθηγητή Νικόλαου Σταμπολίδη, το οποίο ενστερνίστηκαν πολλοί από την επιστημονική, πολιτική και επιχειρηματική κοινότητα, γίνεται πραγματικότητα.
Έπειτα από 30 χρόνια συστηματικής ανασκαφικής έρευνας του Πανεπιστημίου Κρήτης, που συνεχίζεται έως σήμερα από τον καθηγητή, τους συνεργάτες και τις ομάδες του, το Μουσείο αρχαίας Ελεύθερνας ανοίγει σε λίγες μέρες τις πύλες του και ως μία μοναδική κιβωτός πολιτισμού παρουσιάζει τα σημαντικότερα ευρήματα και τους θησαυρούς από τη νεκρόπολη της Ορθής Πέτρας και την πόλη της αρχαίας Ελεύθερνας.
Το νέο Μουσείο εγκαινιάζεται την Κυριακή 19 Ιουνίου από τον πρόεδρο της, Προκόπη Παυλόπουλο, παρουσία κορυφαίων προσωπικοτήτων από την πολιτική, επιστημονική, επιχειρηματική και καλλιτεχνική διεθνή σκηνή. Η πρώτη επίσημη παρουσίασή του έγινε σήμερα στην κατάμεστη από κόσμο αίθουσα διαλέξεων του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, όπου πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη Τύπου για το πρώτο μουσείο αρχαιολογικού χώρου στην Κρήτη, αντίστοιχο της Ολυμπίας, των Δελφών και της Βεργίνας.
«Τα νέο Μουσείο της Ελεύθερνας είναι καρπός 30 χρόνων, όχι μόνο δικού μου κόπου, αλλά και φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Κρήτης, από τα πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Ευρώπης, των ΗΠΑ, ακόμη και χωρών της Ασίας, όπως η Τουρκία, η Κορέα, η Ιαπωνία, ακόμη και η Αυστραλία. Είναι έργο όλων αυτών των νεαρών ανθρώπων που με ακολούθησαν και στη συνέχεια έχουν γίνει και οι ίδιοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι. Αυτό για μένα είναι το πρώτο, το μεγάλο απότοκο. Τι να τον κάνεις τον Σταμπολίδη όταν δεν θα υπάρχουν συνεχιστές;», δήλωσε ο ίδιος στην αρχή της παρουσίασής του, που περιλάμβανε πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό, αλλά κυρίως πάθος, συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Συγχρόνως, δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει όλους όσους τον βοήθησαν στην υλοποίηση του οράματός του: Πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και όχι μόνο, αρχαιολόγους, βοηθούς και φίλους τους, καθώς και τους πολυπληθείς χορηγούς του, που πίστεψαν, όπως είπε, πραγματικά σε αυτό που ήθελε να φτιάξει.
Η αρχαία Ελεύθερνα, στην καρδιά της Κρήτης, περίπου στη μέση απόσταση από την αρχαία Κυδωνία (Χανιά) στα δυτικά και την Κνωσό στα ανατολικά και ακόμη από τη Φαιστό και Γόρτυνα στα νότια, δεν είναι τυχαίο που κατοικήθηκε από νωρίς (τουλάχιστον από την 3η και 2η χιλιετία). Είναι ένας τόπος ευεργετημένος από τη φύση, με άφθονο πόσιμο νερό, πλούσια χλωρίδα και πανίδα, παρουσία λατομικού ασβεστολιθικού πετρώματος, ακόμα και σιδήρου στα γειτονικά Ταλλαία Όρη, αλλά και ιδιαίτερα ασφαλής, λόγω της οχυρωματικής θέσης που προσφέρει. Εκεί, οι έρευνες, ανασκαφικές και άλλες, του Πανεπιστημίου Κρήτης, οι οποίες ξεκίνησαν το 1985 και συνεχίζονται, έφεραν στο φως σημαντικότατα ευρήματα που καλύπτουν όλη τη διαχρονία της περιοχής, από το 3.000 πΧ έως τον 14ο αι. μΧ. Εκείνο, όμως, που «φώτισαν» κυρίως είναι ένα μεγάλο κομμάτι των λεγόμενων «σκοτεινών χρόνων» (9ος ως 6ος αι. πΧ), την αυγή του ελληνικού πολιτισμού, εποχή που διηγείται ο Όμηρος στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.