Επιμέλεια: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Αυτό λέει η θειά μου η Αλκμήνη-και εγώ προσπαθώ να θυμηθώ πώς έζησε τον έρωτα η θειά, αφού μήτε παντρεύτηκε ποτέ, μήτε η μάνα μας μας είπε ποτέ καμιά νεανική ιστορία πάθους και ακολασίας της αδελφής της.
«Παίζεις μικρέ», μου λέει και ας είμαι πια σαράντα με δυο παιδιά και μια γυναίκα που είναι στην Αίγινα στην πεθερά μου. Εγώ, πρώτες μέρες Αυγούστου – και μετρώ τις μέρες σαν φυλακισμένος για την άδεια της μιας εβδομάδας και των ανταμώσεων με τα πεθερικά. Αφήνω κάτω ένα πέντε μπαστούνι και πίνω την μπύρα μου. Η θειά κατεβάζει το ένα τσίπουρο μετά το άλλο. Από όταν τη θυμάμαι, τσίπουρο πάγο, παξιμάδι και φέτα ήταν το φαγητό της.
«Εγώ Σούνιο, θειά, έχω να πάω από το σχολείο – και όμως είμαι παντρεμένος και με δυο παιδιά», λέω για να την πειράξω, ενώ κατεβάζει έναν άσο και μου βουτάει τον καλό.
Στα χαρτιά γενικά και στη δηλωτή ειδικά έχει μεταπτυχιακό, στις ιστορίες και στα ψέματα διδακτορικό, αλλά λίγο το ρακί, λίγο η αυλή με τα κυκλάμινα στη Σαρωνίδα και το ξύλινο τραπέζι που στήναμε το χαρτάκι μας, άφησα και εγώ τον εαυτό μου να ακούσει τα ανομολόγητά της.
«Ρε θειά, με ποιον έρωτα τσαλαβουτούσες στο Σούνιο; Δεν μας τα είπες ποτέ αυτά;» λέω περιπαιχτικά.
Η Αλκμήνη προσπαθεί να ισιώσει τη φούστα πάνω στα πόδια της , αλλά εκείνη φουσκώνει πάνω στην κοιλιά της και εγώ σκέφτομαι τη γυναίκα μου να φορά στα πιτσιρίκια κουλούρες και σωσίβια, να ζώνεται κουβαδάκια και ομπρέλες και να μουρμουρά κάτω από την ομπρέλα. Μια χαρά είμαι τελικά στη Σαρωνίδα και ας με έχει στάξει το αφεντικό στη δουλειά. Κοιτώ γύρω μου τον κήπο, μια ελιά με δυο φαναράκια στα κλαδιά και ευλογώ τη θειά και την τύχη μου που υπάρχει το σπιτάκι αυτό και γλιτώνω τα αιρκοντίσιον και τα τσιμέντα στο Περιστέρι.
Η θειά καταλαβαίνει πως σκέφτομαι πολλά και το μυαλό μου είναι αλλού και πάει να με κλέψει.
«Επ….», πού τον πας τον Ρήγα με την Ντάμα.
17 Νοεμβρίου 1973: Τα τραγούδια που συνδέθηκαν με την Εξέγερση του Πολυτεχνείου [βίντεο]
Η Αλκμήνη προσπαθεί στη ζάλη και στις έγνοιες μου να με κλέψει με μια Ντάμα να σηκώσει τον Ρήγα.
«Η φιγούρα πάει πάντα πάνω από την ίδια φιγούρα. Ντάμα με Ντάμα, ρήγας με Ρήγα», κάνω πως της εξηγώ , χασκογελώντας. Δεν της αρέσει που τσιμπώ την μπαγαποντιά της και παριστάνει πως θίγεται.
«Δεν βλέπω καλά μες στα σκοτάδια. Αλλη όρεξη δεν είχα από το να σε κλέβω…»
«Ελα μωρέ, άσε τα κόλπα και παίζε».
‘Ενα μικρό αεράκι ανατριχιάζει τον ιδρώτα στο σβέρκο μου.
«Τι έγινε τελικά με τον έρωτα και το ναό; Θα μου πεις;» ρωτώ πιο πολύ πια για να της πάρω το μυαλό και να τη νικήσω στα χαρτιά.
«Μικρέ, ο έρωτας ζει στις στιγμές. Σ’ το είπα».
«Είχες τέτοιες στιγμές θειά μου;» ρωτάω γλυκά, αλλά εκείνη δεν χαμογελά.
«Τις ακούμπησα ανιψιέ» , λέει κουμπωμένη.
«Δεν γνωρίσαμε κανένα θείο».
Φέρνει το κορμί της στην πλάτη της καρέκλας, σαν να την κουράζει ξαφνικά η ζέστη και η δηλωτή. Ξεκινά να μιλά σαν να την μεθά το ρακί, σαν να λαχταρά να μου πει άλλη μια ιστορία και μόλις της έχω δώσει το χώρο για να το κάνει.
«Ηταν καλοκαιράκι, υγρασία και ζέστη όταν τον γνώρισα. Δεν ήταν πάνω από 25 και εγώ κοντά στα 20. Αβγαλτη τότε, έτοιμη για παντρειά για την εποχή. Αυτός δούλευε σε ένα ουζερί στην περιοχή και ο πατέρας μόλις είχε φτιάξει το σπίτι στη Σαρωνίδα.
Τον ερωτεύτηκα τον ξανθό, έτσι τον φώναζα και έβαλα τα πρώτα όνειρα στο κεφάλι. Μετά τη δουλειά του, κάναμε τις βόλτες μας και με τα πολλά μια-δυο νύχτεςαργότερα με ξάπλωσε στο κρεβάτι, στην άμμο θα σου έλεγα καλύτερα.
Αφησα τα χαρτιά στο τραπέζι, ανάποδα. Τα αποκάλυψα σαν να ήθελα να μοιραστώ κάτι δικό μου, σε μια κουβέντα με ίσους όρους.
«Αυτό το καλοκαίρι συνεχίστηκε με νυχτερινά μπάνια εδώ και εκεί. Είχε ένα μηχανάκι και του άρεσε να με πηγαίνει στα νερά κάτω από το ναό του Ποσειδώνα».
«Μια χαρά πέρασες, θειά», λέω για να σπάσω το σοβαρό της ύφος, αλλά δεν πιάνει το κόλπο.
«Στην αρχή. Μετά με τα πολλά κοριτσομάνια που έφταναν από Αθήνα σε γκρουπ, άρχισε να πετά το μάτι του – και μια και δυο νύχτες δεν ερχόταν να με δει. Ούτε και μπάνια κάναμε ούτε το μηχανάκι άκουγα κάτω από το σπίτι. Βλέπεις δεν άργησα να καταλάβω το γιατί, μικρό το μέρος και πολλές οι Γερμανίδες. Την 4η νύχτα που δεν ήρθε να με βρει, έστησα καραούλι στο μαγαζί και τον περίμενα να σχολάσει.
Τότε τον είδα να βγαίνει με μια ξανθιά. Αμέσως ταξί με λίγες δραχμές που πήρα από τα συρτάρι του πατέρα και τους πήρα στο κατόπι. Στα νερά κάτω από το ναό την πήγε ο αθεόφοβος, όπως και μένα τόσα βράδια.
Εμεινα στην ακροθαλασσιά, να τους βλέπω να γδύνονται και να μπαίνουν στο νερό. Στα σκοτάδια δεν ξεχώριζα και πολλά, αλλά από τα χάχανα κατάλαβα το παιχνίδι. Αυτός στο δεκάλεπτο βγήκε,, ντύθηκε και πήρε το παπάκι να φύγει. Κάτι είπε στην ξένη, αλλά αυτή έδειχνε να μη θέλει να αφήσει τα νερά
Είχα φουντώσει και εγώ. Ζέστη είχε. Μπήκα στο νερό».
Η θειά σταματά να μιλά. Φέρνει την πλάτη της μπροστά και καμώνεται πως μετρά τα φύλλα της.
«Ασε τα άλλα», λέει και αδειάζει το τσίπουρο στο στόμα της.
«Τι έγινε με την τουρίστρια;»
Δεν μιλά.
«Η μια Ντάμα μαζεύει την άλλη ε;» ρωτά και με την Ντάμα μπαστούνι στο χέρι της πλακώνει την ανοιγμένη Ντάμα καρώ, μαζεύει τα χαρτιά και πετά και τις δυο στη στοίβα με την μπάζα της.
Κοιτώ τη θειά να γεμίζει το ποτήρι τσίπουρα και χαμογελώ. Αυτή (τελικά) είναι η θειά Αλκμήνη.
Μάστερ στα χαρτιά, διδακτορικό στις ιστορίες. Για τα «ψέματα», σήμερα κάτι μέσα μου έλεγε πως έμεινε μετεξεταστέα κάτω από το ναό του Ποσειδώνα.
Who is Who Δημήτρης Σίμος: Ο Δημήτρης Σίμος γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1987. Απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στον τομέα των χρηματοοικονομικών το 2014, αποφασίζοντας παράλληλα να υπηρετήσει την αστυνομική λογοτεχνία. Φανατικός θαυμαστής της σχολής του Ζορζ Σιμενόν, λατρεύει τον Ιζό και δεν διστάζει να αναγνωρίσει το μεσογειακό νουάρ ως το αγαπημένο του είδος αστυνομικής λογοτεχνίας. Για τα «Βατράχια», την πρώτη του συγγραφική δουλειά, έχει τιμηθεί με το πρώτο βραβείο του πανελλήνιου διαγωνισμού μυθιστορήματος Ασημένια Σελίδα. Το πρώτο του θεατρικό έργο «Το κόκκινο μελίσσι» ανέβηκε στη σκηνή του Θεάτρου Πόλη. Από τον Ιανουάριο του 2016 είναι ένα από τα νεότερα μέλη της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας.
Την Πέμπτη: Χρύσα Σπυροπούλου, Η πίτα και ο ληστής
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr