Σε αυτήν όπως και σε άλλη συνέντευξή του, στον τηλεοπτικό σταθμό «Mega», ο υπουργός Επικρατείας αναφέρθηκε σε σειρά ζητημάτων, όπως τις επόμενες κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, τις αυξήσεις στις συντάξεις, την ακρίβεια, τη φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά και τις εξελίξεις στην μείζονα αντιπολίτευση.
Αναλυτικώς, ξεκινώντας από την Παιδεία, «μέσα στον Δεκέμβριο θα παρουσιάσουμε το Σχέδιο Νόμου για τη δυνατότητα ίδρυσης Μη Κρατικών Πανεπιστημίων και στην Ελλάδα. Είναι προγραμματική μας δέσμευση και κίνηση εναρμόνισης με τα ευρωπαϊκά συμβαίνοντα, ουσιαστικά πρόκειται για διόρθωση μια ιστορικής εκπαιδευτικής ανορθογραφίας. Παράλληλα, θα ενισχύουμε τα Δημόσια Πανεπιστήμια, η στήριξη των οποίων αποτελεί προτεραιότητα μας», δεσμεύθηκε.
Αλλάζοντας θέμα, στην τηλεοπτική συνέντευξή του, ο υπουργός Επικρατείας διαβεβαίωσε πως «δεν τίθεται κανένα ζήτημα αλλαγής των ορίων συνταξιοδότησης, αυτά είναι μεγέθη τα οποία συναρτώνται με τη δημογραφική εξέλιξη των μεγεθών του πληθυσμού. Σε αυτήν τη φάση δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα».
Έδωσε, όμως, και την είδηση πως οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,1%. Ειδικότερα, «θα έχουμε μια νέα μόνιμη αύξηση των συντάξεων στις αρχές του χρόνου κατά 3,1%. Είμαστε κοντά στο τέλος του έτους, οπότε μπορούμε να βγάλουμε ένα συμπέρασμα για την πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού, θα είναι, εκεί κοντά στο 3%». Και μαζί με τις αυξήσεις στις συντάξεις, θα υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού την άνοιξη, αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος από τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, συμπλήρωσε, «προϋπόθεση για να έχουμε αυτή τη σταθερή μόνιμη ενίσχυση εισοδήματος είναι να πηγαίνει καλά η οικονομία, να έχουμε μια κυβέρνηση, η οποία στηρίζει την επιχειρηματικότητα, τις ιδιωτικές επενδύσεις και ταυτόχρονα υλοποιεί πολλές και καλές δημόσιες επενδύσεις».
Στα της φορολογικής πολιτικής, επέμεινε πως η κυβέρνηση δεν αιφνιδίασε, «είχαμε πει ότι θα καταργήσουμε το τέλος επιτηδεύματος από το 2025-26, μεριμνώντας ταυτόχρονα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής». Ενώ, αναγνωρίζοντας ότι το κράτος είναι υπεύθυνο για την υποδήλωση εισοδημάτων, επεσήμανε ότι «αυτοί οι οποίοι δήλωναν τα πραγματικά τους εισοδήματα, με βάση τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών θα πληρώσουν λιγότερα».
Προσκόμισε, όμως, και συγκριτικά στοιχεία με την υπόλοιπη Ευρώπη: «από τη φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών εισπράττουμε σχεδόν το 1/3 από ό,τι θα εισέπραττε μια ευρωπαϊκή χώρα (0,8% του ΑΕΠ έναντι 2,1% στην ΕΕ) και ο στόχος είναι να πάμε στο 1/2, δηλαδή στο 1,1%». Ενώ θύμισε «την προσωπική δέσμευση του πρωθυπουργού πως τα χρήματα από τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής θα επιστρέψουν στην κοινωνία για καλύτερη υγεία, περισσότερες δαπάνες για την παιδεία, αποτελεσματικότερη δημόσια ασφάλεια και άμυνα, μεγαλύτερη στήριξη στις νέες οικογένειες».
Ταυτοχρόνως, ξεκαθάρισε ότι «δεν θεωρούμε a priori φοροφυγάδες τους ελεύθερους επαγγελματίες ούτε τους στοχοποιούμε […] Η αυτονόητη παραδοχή από την οποία ξεκινάμε και πάνω στην οποία χτίζεται η νέα αυτή φορολογική και κοινωνική συμφωνία είναι ότι δεν μπορούμε να δεχόμαστε φορολογικές δηλώσεις ελ. επαγγελματιών δηλαδή επιχειρηματιών που αυτοβούλως έχουν επιλέξει το ελεύθερο επάγγελμα, χαμηλότερες του κατώτατου μισθού που παίρνει ένας μισθωτός. Νομίζω πως είναι το απολύτως λογικό, μετρημένο και δίκαιο». ‘Αλλωστε, συνέχισε, «η κυβέρνηση προφανώς δεν νομοθετεί με βάση το τι ψήφισαν οι επιμέρους επαγγελματικές κατηγορίες».
Συγχρόνως, προχώρησε και σε μια γενικότερη τοποθέτηση: «Η εντολή που λάβαμε από τους πολίτες στις πρόσφατες εκλογές είναι να προχωρήσουμε χωρίς χρονοτριβή σε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που κάνουν την Ελλάδα μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα. Και η συγκεκριμένη δέσμη των παρεμβάσεων προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται. Πληρώσαμε πολύ ακριβά ως χώρα και ως κοινωνία το να βάζουμε κάτω από τα χαλί στρεβλώσεις και διαχρονικές παθογένειες, ελπίζοντας ότι θα λυθούν με μαγικό τρόπο. Αυτή η νοοτροπία υποθηκεύει το μέλλον των παιδιών μας και διαλύει το δίχτυ κοινωνικής προστασίας των πιο ευάλωτων πολιτών».
Εν κατακλείδι, στα του νομοσχεδίου, «και βέβαια θα κάνουμε διορθώσεις, δεν πιστεύουμε στα δόγματα, δεν πιστεύουμε ότι είμαστε αλάνθαστοι». Δηλώνοντας ανοιχτός σε κάθε τεκμηριωμένη πρόταση που θα κατατεθεί στο στάδιο της διαβούλευσης, κατέληξε λέγοντας πως «δεν θα αλλάξουμε τη βασική φιλοσοφία του νομοσχεδίου».
Στο θέμα της ακρίβειας, αναφέρθηκε σε όλες τις κυβερνητικές δράσεις, μεταξύ των οποίων τα πρόστιμα: «Από την αρχή του έτους έχουν γίνει από τη ΔΙΜΕΑ σχεδόν 20.000 έλεγχοι και έχουν επιβληθεί πρόστιμα ύψους σχεδόν 8,5 εκατομμυρίων ευρώ, συνυπολογίζοντας τα τελευταία σε 2 μεγάλες εταιρείες, ύψους 1,6 εκατ. ευρώ». Ενώ «στο μέτρο της μόνιμης μείωσης τιμών, κατά 5% τουλάχιστον, για έξι μήνες, έχουν μπει περισσότερα από 850 προϊόντα, που αποτελούν μεγάλο κομμάτι του καλαθιού του νοικοκυριού».
«Η οικονομία πηγαίνει καλύτερα του αναμενόμενου», δήλωσε σε άλλο σημείο και «πρόσθετη απόδειξη (είναι) η διάθεση 352 εκατ. ευρώ ως έκτακτη εισοδηματική ενίσχυση που θα καταβληθούν το Δεκέμβριο συνολικά σε 2,3 εκατ. ευάλωτους πολίτες με χαμηλά εισοδήματα από την υπεραπόδοση του προϋπολογισμού κατά το δεκάμηνο του 2023. Θα δοθεί στους συμπολίτες μας με αναπηρία που παίρνουν επιδόματα από τον ΟΠΕΚΑ, σε όσους παίρνουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και σε χαμηλοσυνταξιούχους». Και, μάλιστα, τα χρήματα θα μπουν στους λογαριασμούς τον Δεκέμβριο, πριν τις γιορτές, σημείωσε.
Κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις στην αντιπολίτευση, ευχήθηκε κατ’ αρχήν να υπάρχει εποικοδομητική αντιπολίτευση είτε αυτή προέρχεται από το ΣΥΡΙΖΑ είτε από το ΠΑΣΟΚ. «Δεν την βλέπουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ σε καμία περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ σε κάποια πράγματα δείχνει ένα πιο συναινετικό προφίλ εντός της Βουλής», σχολίασε. Ειδικώς δε, για την αξιωματική αντιπολίτευση, παρατήρησε ότι «δεν έχουμε ακόμη καταλάβει τι ακριβώς πρεσβεύει η νέα ηγεσία του κόμματος, εκτός από τη θερμή πίστη της για την “αμεσοδημοκρατία” ότι δήθεν θα λύσει αυτομάτως όλα τα προβλήματα της χώρας».
Όπως τόνισε επιπλέον, «η νέα πραγματικότητα δηλώνει ότι σε έναν βαθμό έχουν ξεθωριάσει παλιές διαχωριστικές γραμμές και στη θέση τους αναδύονται νέα δίπολα, πολύ πιο σύνθετα διλήμματα, με πρώτο το “πρόοδος-οπισθοδρόμηση”. Αυτό πρέπει να το λάβει υπόψη όλο το πολιτικό σύστημα». Ακόμη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάνει αρκετή ενδοσκόπηση ως τώρα και «προκύπτει μια χασμωδία, ένας θόρυβος και θέσεις που δεν συνδυάζονται με τις καταστατικές αρχές της αξιωματικής αντιπολίτευσης».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «η κυβέρνηση, μετά από ένα πολύ δύσκολο πρώτο τρίμηνο, με απρόσμενες φυσικές καταστροφές ιστορικού μεγέθους που δεν έχει ξανασυναντήσει η χώρα μας τόσο ως προς τις πυρκαγιές όσο και ως προς τις πλημμύρες […] έχει βρει ένα πολύ καλό βηματισμό, μεταρρυθμιστικό βηματισμό. Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια πρέπει να κάνει άλματα» στη σύγκλιση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Γι’ αυτό, «τα επόμενα χρόνια αρχής γενομένης από το 2024 θα υπάρξει ένα μεταρρυθμιστικό σπριντ στην Υγεία, στην Παιδεία, στη Δικαιοσύνη με το νέο δικαστικό χάρτη με στόχο την επιτάχυνση στην απονομή δικαιοσύνης στα ευρωπαϊκά όρια και φυσικά στην περαιτέρω ψηφιοποίηση του κράτους όπως γίνεται π.χ. με την ψηφιακή μεταβίβαση ακινήτων. Στους “μπλε φακέλους” που παρέδωσε ο πρωθυπουργός στα μέλη της κυβέρνησης υπάρχει ένας σαφής οδικός χάρτης με περισσότερες από 100 μεταρρυθμίσεις για την επόμενη τετραετία, η πλειονότητα των οποίων αποτελεί μέρος και του εθνικού σχεδίου ανθεκτικότητας και ανάκαμψης Ελλάδα 2.0.».
Από την άλλη, «δεν είμαστε αιθεροβάμονες. Η δουλειά που πρέπει να γίνει για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο δεν είναι ούτε εύκολη ούτε λίγη. Και μόνο η ανάταξη της Θεσσαλίας αποτελεί εθνικό εγχείρημα ιστορικών διαστάσεων. Αποστολή της κυβέρνησης είναι να αποκαταστήσουμε και να αναζωογονήσουμε την περιοχή, να την κάνουμε καλύτερη και ασφαλέστερη, να στηρίξουμε τους ανθρώπους της».
Κάνοντας, τέλος, λόγο για «πολυδύναμο, ριζοσπαστικό, συμπεριληπτικό εκσυγχρονισμό», ο ‘Α. Σκέρτσος διεμήνυσε πως δεν υπάρχει «κανένας εφησυχασμός. Η κυβέρνηση πορεύεται με τα πόδια καλά γειωμένα, πατώντας σταθερά στη γη. Το αποτέλεσμα των διπλών εθνικών εκλογών δεν το εκλάβαμε σαν λευκή επιταγή στη ΝΔ αλλά ως ισχυρό αίτημα να αλλάξουμε όσα μας ταλαιπωρούν, όσα μας πληγώνουν και όσα μας θυμώνουν. Να σαρώσουμε ό,τι μας κρατάει πίσω, να εφαρμόσουμε ακόμη πιο αποφασιστικά τη μεταρρυθμιστική μας ατζέντα για να βελτιώσουμε τη ζωή και τις προοπτικές των πολιτών. Το 41% που πήρε η ΝΔ είναι και ο πήχης της ευθύνης μας. Το έχουμε πει και το εννοούμε: αντίπαλος της Ν.Δ. και της κυβέρνησης παραμένουν τα προβλήματα των πολιτών και του βαθέος κράτους, που αντιστέκεται, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει, και όχι το τι συμβαίνει στα άλλα κόμματα».