Από το Μέγαρο Μαξίμου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι δεν γνώριζε το παραμικρό, διαφορετικά δεν θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή του, ενώ προανήγγειλε θεσμικές αλλαγές για τη λειτουργία της ΕΥΠ, επιβεβαιώνοντας και το χθεσινό πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ του «Ελεύθερου Τύπου».
«Μπορεί να ήταν σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, αλλά ήταν λάθος, δεν το γνώριζα και προφανώς δεν θα το επέτρεπα ποτέ», τόνισε χαρακτηριστικά για την υπόθεση που έχει βάλει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό μετά τις παραιτήσεις του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, και του διοικητή της ΕΥΠ, Παναγιώτη Κοντολέοντος.
«Η αλήθεια θα φανεί»
O πρωθυπουργός επανέλαβε ότι η κυβέρνηση είναι υπέρ της σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για την υπόθεση, ενώ τόνισε ότι «η αλήθεια θα φανεί». Μεταξύ της δέσμης μέτρων που «κλείδωσαν» είναι η επαναφορά του ελέγχου των νόμιμων παρακολουθήσεων και από δεύτερο εισαγγελέα Εφετών, όπως προβλέπει η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τη θωράκιση του πλαισίου που αφορά στη λειτουργία της ΕΥΠ.
Οπως αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη, την απόφαση αυτή έλαβε ο πρωθυπουργός προχωρώντας στη συγκρότηση μιας ακόμη ασφαλιστικής δικλίδας, που όπως υπενθυμίζουν υπήρχε (ο έλεγχος και από δεύτερο εισαγγελέα Εφετών) και καταργήθηκε το 2018. Ο κ. Μητσοτάκης -σύμφωνα με τα ίδια κυβερνητικά στελέχη- είναι αποφασισμένος να ξεκαθαρίσει πλήρως και γρήγορα το τοπίο. Πυξίδα των αλλαγών που προωθούνται στο σχετικό πλαίσιο είναι δύο λέξεις: κανόνες και αποτελεσματικότητα. Στο νέο πλαίσιο δηλαδή θα υπάρχουν σαφείς και διακριτοί κανόνες αλλά οι κανόνες αυτοί θα συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της ΕΥΠ σε μια άκρως σύνθετη και απαιτητική παγκόσμια συγκυρία. Ο πρωθυπουργός τόνισε πως είναι πρόθυμος να συζητήσει προτάσεις που «θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, προφανώς, να εμποδίζουν την αποστολή τους. Ξεκινώντας, σίγουρα, από τις αυστηρότερες δικλίδες σε ό,τι αφορά τις νόμιμες επισυνδέσεις. Αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει αμέσως με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου».
«Στη Δημοκρατία μας δεν επιτρέπεται να υπάρχουν σκιές. Γι’ αυτό και θέλω να σας μιλήσω ανοιχτά για τις πρόσφατες εξελίξεις», ήταν τα πρώτα λόγια της παρέμβασης του κ. Μητσοτάκη στον απόηχο των «κραδασμών» από τις δύο παραιτήσεις. «Πριν από λίγες μέρες, ενημερώθηκα ότι τον Σεπτέμβριο του 2021 και ενόσω ήταν ακόμα ευρωβουλευτής, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είχε προβεί σε νόμιμη επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη. Η διαδικασία είχε την έγκριση ανώτατης εισαγγελέως, όπως ακριβώς ορίζει η διάταξη που ψηφίστηκε το 2018 από την προηγούμενη κυβέρνηση. Διήρκεσε τρεις μήνες και διεκόπη αυτόματα, όπως προβλεπόταν από το νόμο, λίγες μέρες αφότου εκλέχτηκε ο κ. Ανδρουλάκης πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ.
Παρ’ ότι όλα έγιναν νόμιμα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ηταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας.
Γιατί αν και αφορούσε προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, ο χειρισμός της υπήρξε ελλιπής. Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο διοικητής της ΕΥΠ. Ενώ και ο γενικός γραμματέας του Γραφείου του πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη.
Και επειδή η λέξη “ευθύνη” προέρχεται από το επίθετο “ευθύς”, επαναλαμβάνω ευθέως: Αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!
Η υπόθεση ανέδειξε, ωστόσο, την έλλειψη πρόσθετων “φίλτρων” στη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών. Γιατί η παρακολούθηση ενός πολιτικού προσώπου ασφαλώς και προϋποθέτει εγγυήσεις πέρα από την κρίση ακόμη και ενός έμπειρου και ικανού δικαστικού λειτουργού.
Από την άλλη πλευρά, όμως, θέλω να είμαι επίσης σαφής: Η προσφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είναι σημαντική. Αποτυπώνεται εμφατικά στην ετοιμότητα της Ελλάδας να αντιμετωπίσει προκλήσεις όπως αυτές στον Εβρο ή στο Αιγαίο. Στη διαρκή διπλωματική και αμυντική μας θωράκιση. Αλλά και στην καθημερινή μάχη της κοινωνίας με την τρομοκρατία και το έγκλημα.
Ενα ολίσθημα, συνεπώς, δεν μπορεί να σκιάσει ένα έργο με μετρήσιμο εθνικό όφελος. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί πόσο πολύτιμες είναι οι αξιόπιστες πληροφορίες στον σύνθετο κόσμο στον οποίο ζούμε.
Η υπηρεσία αυτή είναι επιφορτισμένη με την εθνική ασφάλεια και την προστασία της πατρίδας από γεωπολιτικές κινήσεις, αλλά και από ασύμμετρες και υβριδικές απειλές. Γι’ αυτό και στις περισσότερες ευρωπαϊκές Δημοκρατίες ανάλογες δομές υπάγονται στον αρχηγό της κυβέρνησης ή του κράτους, καθώς το εύρος του αντικειμένου τους ξεπερνά τα όρια του ενός υπουργείου.
Οσο πολύτιμη όμως και αν ήταν η συνεισφορά της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας, άλλο τόσο γίνεται καθαρό ότι απαιτείται όχι μόνο η βελτίωση της επιχειρησιακής της επάρκειας, αλλά και η συνολική επαναξιολόγηση του πλαισίου ελέγχου και εποπτείας της.
Ο νέος διοικητής είναι ένας από τους πιο έμπειρους Ελληνες διπλωμάτες και διαθέτει όλα τα εχέγγυα για να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση συμφώνησε αμέσως στη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει.
Γιατί μια τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σίριαλ προς κομματική κατανάλωση. Ούτε πολύ περισσότερο να αποτελέσει αιτία υποβάθμισης της εθνικής συμβολής της ΕΥΠ και υπονόμευσης πτυχών της εθνικής ασφάλειας.
Πρέπει η αλήθεια να αναδειχθεί στις διαστάσεις που πραγματικά έχει. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις διαχρονικές παθογένειες της υπηρεσίας πληροφοριών.
Προσωπικά θα είμαι ανοιχτός σε κάθε δημιουργική ιδέα που ενσωματώνει βέλτιστες πρακτικές από το εξωτερικό και θα ενισχύει τους μηχανισμούς λογοδοσίας μιας τόσο κρίσιμης υπηρεσίας για την ασφάλεια της χώρας.
Πρόθυμα, λοιπόν, θα συζητήσω προτάσεις που θα ενισχύουν τη διαφάνεια στη δράση των μυστικών μας υπηρεσιών χωρίς, προφανώς, να εμποδίζουν την αποστολή τους. Ξεκινώντας, σίγουρα, από τις αυστηρότερες δικλίδες σε ό,τι αφορά τις νόμιμες επισυνδέσεις. Αυτό πρέπει να γίνει και θα γίνει αμέσως με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης.
Οι 4 αλλαγές στην ΕΥΠ
- Ενίσχυση της λογοδοσίας της ΕΥΠ και της εποπτείας του Κοινοβουλίου μέσω της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας.
- Αναβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας για την καλύτερη αξιοποίηση των πληροφοριών και της ΕΥΠ.
- Θωράκιση του πλαισίου νόμιμων επισυνδέσεων για πολιτικά πρόσωπα.
- Αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΥΠ για την ενίσχυση του εσωτερικού ελέγχου, της διαφάνειας, της εξωστρέφειας και της εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού της.
«Εχθροί της πατρίδας θα ήθελαν μια αδύναμη ΕΥΠ»
«Υπάρχουν πολλοί εχθροί της πατρίδας που καραδοκούν και θα ήθελαν μια αδύναμη Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών», πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης. «Και αν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας απεργάζονται οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, να ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη», τόνισε ο κ. Μητσοτάκης. «Ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Είμαστε όμως μια δημοκρατική Πολιτεία. Και έχουμε ιερή υποχρέωση να ισορροπούμε ανάμεσα στην ασφάλεια του τόπου και των πολιτών και στην προστασία των θεμελιωδών αρχών που προστατεύουν την ιδιωτική σφαίρα και το απόρρητο των επικοινωνιών. Εδώ και τρία χρόνια, άλλωστε, έχουμε αποδείξει ότι διδασκόμαστε από τις αστοχίες μας για να γινόμαστε καλύτεροι. Εγώ, προσωπικά, δεν κρύφτηκα ποτέ μπροστά σε δυσκολίες ή ευθύνες. Σε μια συχνά μοναχική αλλά σταθερή μάχη αυτοκριτικής και προσπάθειας διαρκούς βελτίωσης.
Χάνοντας, ίσως, προς στιγμήν κάποιες μάχες με χρόνιες παθογένειες. Κερδίζοντας, όμως, τον πόλεμο των μεγάλων στοιχημάτων. Και κυρίως, χωρίς να χάνω ποτέ μα ποτέ το στόχο μιας ισχυρής, δημοκρατικής, ευρωπαϊκής και εθνικά αυτοδύναμης Ελλάδας. Σε αυτόν το δρόμο θα συνεχίσω να πορεύομαι, ώστε να χτίσουμε όλοι μαζί ακόμη πιο στέρεους και ανθεκτικούς στο χρόνο δημοκρατικούς θεσμούς».
Σε υψηλούς τόνους η απάντηση στον Ανδρουλάκη
Από την πρώτη στιγμή που ο πρωθυπουργός ενημερώθηκε για τη νόμιμη επισύνδεση στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη, η κυβέρνηση επεδίωξε να ενημερώσει τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ., κάτι που αυτός επίμονα αρνείται, ήταν η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου προς τον Νίκο Ανδρουλάκη. « Εκτός από την Εξεταστική και την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, που επίσης θα ασχοληθούν με το ζήτημα, ο κ. Ανδρουλάκης μπορεί πάντοτε να απευθυνθεί και να λάβει απαντήσεις, με τον δέοντα θεσμικό τρόπο, από τις αρμόδιες Αρχές. Επίμονα αρνείται και αυτή την επιλογή. Η επισύνδεση στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη πολιτικά είναι κάτι το οποίο δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, η νομιμότητά της όμως δεν αμφισβητείται. Αν ο κ. Ανδρουλάκης και όλοι όσοι προσποιούνται ότι αμφιβάλλουν για τη νομιμότητα θέλουν να βεβαιωθούν για αυτό, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στο νόμο 2225/1994. Εκεί θα βρουν όλα τα σχετικά με τις νόμιμες επισυνδέσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας που δεν εξαιρούν κανέναν υποκείμενο από το πεδίο εφαρμογής. Θα βρουν επίσης τις υπογραφές όλων όσοι τον εισηγήθηκαν», τόνισε ο κ. Οικονόμου.
Σε ό,τι αφορά το Predator και άλλα κακόβουλα λογισμικά μέσω των οποίων έχει γίνει παρακολούθηση ή απόπειρα παρακολούθησης δεκάδων πολιτικών και δημόσιων προσώπων στην Ευρώπη, ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν τα έχει προμηθευτεί και καμιά Αρχή ασφάλειας στην Ελλάδα δεν τα χρησιμοποιεί. «Πρόκειται για ακόμη μία αξιοπρόσεκτη επιμονή του κ. Ανδρουλάκη η άρνηση και αυτής της πραγματικότητας».
Στις 22 Αυγούστου ανοίγει η Βουλή
Η κυβέρνηση επιδιώκει να γίνει με σοβαρότητα ό,τι απαιτείται σε θεσμικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο για τη διερεύνηση της υπόθεσης της νόμιμης επισύνδεσης στο τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη, απάντησε η κυβέρνηση στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ενημερώθηκε από τον Πρόεδρο της Βουλής για το αίτημα του Αλέξη Τσίπρα για τη διακοπή των θερινών διακοπών της Βουλής και τον ορισμό έκτακτης συζήτησης προ ημερησίας διάταξης για το θέμα αυτό στην Ολομέλεια. «Η κυβέρνηση συμφωνεί στην επίσπευση του ανοίγματος της Βουλής στις 22 Αυγούστου και τον ορισμό της συζήτησης αυτής εντός εκείνης της εβδομάδας. Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια της Βουλής είχε αρχικά προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 31 Αυγούστου», ήταν η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου.