Ανεξαρτήτως των στοιχείων πολιτικού μικρομεγαλισμού και θεσμικής ασέβειας που περιέχει η πρόταση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ («ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας» αλλά κάποιο «πολιτικό πρόσωπο»), είχε μια «κρίσιμη λεπτομέρεια»: Απέκλεισε από ενδεχόμενη συνεργασία τον Γ. Βαρουφάκη και το κόμμα του. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι καίγεται ολοσχερώς το αφήγημα της «προοδευτικής διακυβέρνησης». Ηδη ακόμα και με τα στοιχεία των δυσμενέστερων δημοσκοπήσεων -μετά τα Τέμπη- είναι πολύ δύσκολος ο σχηματισμός κυβέρνησης χωρίς τη Ν.Δ. Ακόμα και να συμμετείχε το ενισχυμένο ΜέΡΑ25 στο «προοδευτικό άθροισμα» ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, πάρα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να σχηματιστεί η «κυβέρνηση των ηττημένων». Μόνη περίπτωση να έχει νόημα η πρόταση του Ν. Ανδρουλάκη είναι να κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεχόμενο που δεν προκύπτει από πουθενά. Δεν βγαίνουν λοιπόν οι αριθμοί, όσο η Ν.Δ. παραμένει πρώτο κόμμα -κι αυτό παρά τη φθορά της, δεν έχει μπει στην περιοχή του αναστρέψιμου- και το ΚΚΕ παραμένει ακλόνητο στη θέση του για μη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.
Εκλογές 2023: Πρώτες κάλπες
Επομένως, οι πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής (21 Μαΐου, αναμένεται να προκηρυχθούν στις 24 Απριλίου), στις οποίες έδωσε την έμφαση ο Ν. Ανδρουλάκης, δεν βγάζουν κυβέρνηση. Αλλά όπως είπε ο Κ. Μητσοτάκης, θα δείξουν ποιος θα κυβερνήσει. Ουσιαστικά η πρόταση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ «τελειώνει» με τις πρώτες εκλογές. Το ισχυρό «διψήφιο ποσοστό» (το οποίο ανεπισήμως από τη Χ. Τρικούπη προσδιορίζεται από 12% και πάνω), όπως και το πολιτικό «πρόσωπο Χ» που θα συνένωνε σε προγραμματική βάση την κυβέρνηση συνεργασίας, παύουν να έχουν ισχύ και αξία. Το είπε ο Ν. Ανδρουλάκης, προκύπτει και από τους αριθμούς και την κοινή λογική: Η πρότασή του έχει νόημα μόνο στις εκλογές της απλής αναλογικής. Σύμφωνα με μια ερμηνεία που κυκλοφορεί στους πολιτικούς διαδρόμους, ο πραγματικός στόχος του Ν. Ανδρουλάκη είναι να «επιβάλει» κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ με τους δικούς του όρους και με πρωθυπουργό ένα πρόσωπο, όπως π.χ. κάποιο παλιό στέλεχος της Ν.Δ., το οποίο είναι ενεργό, αλλά εξ αντικειμένου δεν βρίσκεται στο πολιτικό προσκήνιο. Και δεν εννοούν τον Κ. Καραμανλή. Ούτως ώστε να εμφανιστεί ως ο καταλυτικός παράγων για τη σταθερότητα της χώρας. Σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, όμως, αυτή είναι μια καλή άσκηση, αλλά είναι επί χάρτου.
Πηγαίνοντας στις δεύτερες εκλογές της 2ας Ιουλίου -που θα κρίνουν πώς θα κυβερνηθεί η χώρα- τα δεδομένα θα αλλάξουν άρδην. Το «κάψιμο» της απλής αναλογικής θα επαναφέρει με έμφαση την ανάγκη της σταθερότητας και της ύπαρξης κυβέρνησης. Με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, αν δεν υπάρξει αυτοδυναμία, αρκούν σε κάθε περίπτωση δυο κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά με πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος και με κορμό το πρόγραμμα του πρώτου κόμματος.
Ομως δεδομένων και των όσων θα έχουν προηγηθεί στις διερευνητικές εντολές των πρώτων εκλογών, που θα έχουν καταδείξει την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, όπως εκτιμούν και οι εκλογικοί αναλυτές, το πιθανότερο είναι να επανέλθει η ανάγκη σταθερότητας. Την οποία εξασφαλίζει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Επομένως εμμέσως, η πρόταση του Ν. Ανδρουλάκη εξ αντικειμένου οδηγεί στην ενίσχυση της προοπτικής της αυτοδυναμίας. Αφού δεν είναι εύκολη και επιθυμητή η κυβέρνηση συνεργασίας, καλύτερα μια δεύτερη ευκαιρία σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, η οποία φέρει ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών, αλλά έχει παράγει έργο κι έχει αποδείξει ότι μπορεί να «σπάσει αβγά». Αυτή η προοπτική αφορά μόνο το πρώτο κόμμα, δηλαδή τη Ν.Δ. Η οποία εκτός από πρώτο κόμμα θα είναι και ενισχυμένη -σε σχέση με τις πρώτες εκλογές- λόγω των διλημμάτων και της πόλωσης που θα κυριαρχήσουν μεταξύ των δυο εκλογικών αναμετρήσεων.
ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΓΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Οι κινήσεις για την επανασυσπείρωση
Αυτό που σήμερα φαντάζει πολύ δύσκολο, η αυτοδυναμία, σε 3,5 μήνες, που θα γίνουν οι δεύτερες εκλογές, μπορεί ενισχυθεί καθοριστικά, μπροστά στον κίνδυνο της αστάθειας ή της παρατεταμένης ακυβερνησίας. Οπως εκτιμούν οι επιτελείς του Μ. Μαξίμου, η Ν.Δ., που έχει υποστεί σοβαρή φθορά της τάξεως του 3%-4%, έχει ένα πλεονέκτημα: Η φθορά της οφείλεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στην αποσυσπείρωση της εκλογικής βάσης της και όχι στη μετακίνηση ψηφοφόρων της σε κάποιο άλλο κόμμα. Αυτή η διαπίστωση δημιουργεί προσδοκίες στο Μ. Μαξίμου ότι μπορεί να επαναπατρίσει μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της, οι οποίοι θύμωσαν ή και απογοητεύτηκαν και πήραν αποστάσεις.
Η προσδοκία αυτή ενισχύεται και από το νέο δίλημμα που τίθεται εν όψει των εκλογών: Ποιος θέλει και μπορεί να αλλάξει το κράτος και να το απαλλάξει από τη νοσηρότητα του παρελθόντος, η οποία, όπως αναγνώρισε και ο Κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξή του στον ALPΗA, παρά τα πολύ σοβαρά βήματα που έγιναν με την ψηφιοποίηση, δεν αντιμετωπίστηκε επαρκώς και αποτελεσματικά;
Σε αυτό το νέο δίλημμα ο κεντρώος χώρος εξ αντικειμένου θα βρεθεί πιο κοντά στον μεταρρυθμιστή Κ. Μητσοτάκη, παρά στον Α. Τσίπρα, ο οποίος έχει σπεύσει ήδη να αγκαλιάσει όλο το «παλιό» (κρατικοποιήσεις, εργατοπατερισμός, μη αξιολόγηση, αναξιοκρατία κ.λπ.). Αυτό, όμως, που προκαλεί τριβές στο εσωτερικό της Ν.Δ. είναι οι διαφορετικές εκτιμήσεις που υπάρχουν για το ποιοι είναι όσοι πήραν αποστάσεις από την κυβέρνηση. Η μια εκτίμηση είναι πιο «παραδοσιακή» για μια κυβέρνηση που έχει κάνει ανοίγματα και διεύρυνση προς το κέντρο. Θεωρεί ότι απομακρύνθηκαν κεντρογενείς. Η πραγματικότητα και τα στοιχεία, όμως, δείχνουν πως ένα μεγάλο μέρος των αποστασιοποιημένων είναι παραδοσιακοί συντηρητικοί ψηφοφόροι της Ν.Δ., οι οποίοι επιλέγουν την αποτελεσματικότητα, την ικανότητα και την οργάνωση.
Κι επειδή η προσέγγιση των αναποφάσιστων παραμένει ο εύλογος βασικός στόχος του Μ. Μαξίμου, η επίτευξη του οποίου θα κρίνει και το τελικό αποτέλεσμα, έχει μεγάλη σημασία, αν η στρατηγική της Ν.Δ. θα είναι μονοσήμαντα προσανατολισμένη στην προσέλκυση κεντρώων ή αν το μίγμα της πολιτικής της θα συνυπολογίζει και τις ιδιαιτερότητες των παραδοσιακών ψηφοφόρων της…
Ειδήσεις σήμερα