Εδώ και μήνες η κυβέρνηση «τραβούσε» χρονικά την αξιολόγηση, η οποία θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί από τον περασμένο Οκτώβριο, επιχειρώντας να περάσει το μήνυμα ότι κάνει σκληρή διαπραγμάτευση, ώστε να περιορίσει το εύρος των δημοσιονομικών μέτρων που ζητούν οι δανειστές και να επαναφέρει την ελληνική αγορά εργασίας στην ομαλότητα.
Μάλιστα, τις τελευταίες μέρες τα είδαμε όλα, δήθεν κρίσεις και απειλές για σύγκρουση, δήθεν αίτημα του πρωθυπουργού να γίνει έκτακτη Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της ευρωζώνης για το ελληνικό ζήτημα. Και την Παρασκευή, εν μέσω αυτού του «πολεμικού» κλίματος, η κυβέρνηση δέχθηκε τα πάντα χωρίς να πάρει τίποτα.
Και «πουλάει» για αντάλλαγμα στις υποχωρήσεις της τη διαβεβαίωση των δανειστών ότι αν η Ελλάδα υπερκαλύψει τους δημοσιονομικούς στόχους, τότε θα μπορεί να διαθέσει το περίσσευμα υπέρ των άστεγων, των άνεργων νέων, ή ακόμη στη μείωση του ΕΝΦΙΑ και του φόρου εισοδήματος.
Εχουμε δηλαδή μια σίγουρη απόφαση που είναι η λήψη μέτρων 3,6 δισ. ευρώ, η οποία θα έχει τη μορφή της μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου ορίου και από την άλλη έχουμε την προσδοκία ότι αν υπεραποδώσει δημοσιονομικά η Ελλάδα, τότε θα ληφθούν μέτρα προστασίας των ασθενέστερων.
Αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να συμβεί εάν έκλεινε η αξιολόγηση το περασμένο φθινόπωρο και είχαμε και την ελάφρυνση του χρέους μέχρι το τέλος του 2016, όπως προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός του Εurogroup. Δεν έγινε, όμως, γιατί η κυβέρνηση καθυστέρησε την αξιολόγηση για να διαπραγματευθεί καλύτερα. Στην ουσία δεν το έκανε γι’ αυτό αλλά γιατί χρειαζόταν χρόνο να πείσει τους κυβερνητικούς βουλευτές να ψηφίσουν τα μέτρα, ώστε να παραμείνουν στην εξουσία.
Αυτό το πολιτικό παιχνίδι προκάλεσε τεράστιο πρόβλημα στην οικονομία, γιατί κανένας σοβαρός επενδυτής δεν δραστηριοποιείται σε κλίμα αβεβαιότητας για το μέλλον της χώρας και το αποτέλεσμα το είδαμε με την επιστροφή της ύφεσης το τέταρτο τρίμηνο του 2016, καθώς και τη μείωση της απασχόλησης την ίδια περίοδο. Και τα πράγματα θα είναι ακόμη χειρότερα το πρώτο τρίμηνο του 2017, απλώς δεν έχουν δημοσιοποιηθεί ακόμη οι βασικοί δείκτες.
Αυτό θα αρχίσει να γίνεται από τις επόμενες βδομάδες.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα για το ΠΑΣΟΚ - Το παρασκήνιο του υποβιβασμού του ΣΥΡΙΖΑ και η νέα Βουλή
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ προειδοποίησε πως εξαιτίας της καθυστέρησης της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης η οικονομία, που βρισκόταν σε ανοδική τροχιά το πρώτο εξάμηνο του 2016, άρχισε να επιδεινώνεται το δεύτερο εξάμηνο και σήμερα κινδυνεύει να χάσει το θετικό μομέντουμ.
Η καταρχήν συμφωνία στη Βαλέτα, βασίζεται στην προσέγγιση που είχε επιτευχθεί στη συνάντηση της περασμένης Τρίτης στις Βρυξέλλες μεταξύ αξιωματούχων της ευρωζώνης, του ΔΝΤ και της κυβέρνησης. Η εξεύρεση φόρμουλας σε σχέση με τα δημοσιονομικά μέτρα, που ήταν και το «αγκάθι» της διαπραγμάτευσης, επέτρεψε την επίτευξη συμφωνίας στο σύνολο του «πακέτου» (δημοσιονομικά, εργασιακά, άνοιγμα αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας).
Σύντομα, πιθανότατα αμέσως μετά το Πάσχα, θα επιστρέψουν οι επικεφαλής των θεσμών στην Αθήνα για να ρυθμίσουν τις λεπτομέρειες και να ετοιμάσουν το τελικό κείμενο της τεχνικής συμφωνίας, που θα επικυρωθεί από το Εurogroup. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση θα πρέπει να υλοποιήσει τα προαπαιτούμενα, δηλαδή να νομοθετήσει όλες τις αποφάσεις, ώστε να αποφασιστεί και η εκταμίευση της δόσης, προφανώς στο επόμενο Εurogroup, στις 22 Μαΐου.
Αναφορικά με τα μέτρα, στις αρχές του 2019 θα πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή η εξοικονόμηση δαπανών ύψους 1% του ΑΕΠ από τις συντάξεις και στις αρχές του 2020 επίσης 1% του ΑΕΠ μέσω της μείωσης του αφορολογήτου. Τα μέτρα αυτά, που σε απόλυτους αριθμούς φτάνουν τα 3,6 δισ. ευρώ, έχουν στόχο τη διασφάλιση ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018.
Η συμφωνία προβλέπει ότι στο τέλος του 2018 θα γίνει ένας τελικός έλεγχος σε σχέση με την πορεία του πρωτογενούς πλεονάσματος, ενώ στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν επιτυγχάνεται ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ, τότε μέρος ή το σύνολο της μείωσης του αφορολόγητου ορίου θα μεταφερθεί στο 2019 αντί για το 2020.
Στα εργασιακά, που η κυβέρνηση είχε αναγάγει τον τελευταίο καιρό ως ένα από τα βασικά ζητήματα της διαπραγμάτευσης, στην ουσία δεν άλλαξε τίποτα. Το όριο των ομαδικών απολύσεων δεν θα αυξηθεί, ενώ δεν θα νομοθετηθεί ούτε το lock-out. Αυτά είναι θετική εξέλιξη. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να επαναφέρει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που επεδίωκε, εξαιτίας της άρνησης του ΔΝΤ, ενώ το όλο θέμα θα επανεξεταστεί το 2018 με τη λήξη του προγράμματος.
Τα επόμενα βήματα είναι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε τεχνικό επίπεδο και η νομοθέτηση των μέτρων από την κυβέρνηση. Στις 21-23 Απριλίου θα υπάρξουν σημαντικές συζητήσεις μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον με θέμα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Εάν καταλήξουν οι δύο πλευρές, τότε το ΔΝΤ θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, ενώ η τελική απόφαση θα ληφθεί στο Εurogroup, της 22ας Μαΐου. Στην εν λόγω συνεδρίαση θα κλείσει οριστικά η δεύτερη αξιολόγηση και θα αποφασιστεί η εκταμίευση της δόσης.
Τέλος, στις 8 Ιουνίου -πιθανότατα και εφόσον έχουν προηγηθεί όλα τα παραπάνω- η ΕΚΤ θα συζητήσει και ενδεχομένως θα αποφασίσει την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Νίκος Μπέλλος – Βρυξέλλες
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής