Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος σημείωσε πως εδώ βρίσκεται και το κρίσιμο σημείο, το οποίο έγκειται στο ότι δεν πρέπει για άλλη μια φορά να γίνει το ίδιο λάθος που γινόταν πολλά χρόνια στο ελληνικό πρόγραμμα, δηλαδή υπό την πίεση του χρόνου και μιας δεδομένης αβεβαιότητας που υπάρχει όταν δεν έχει κλείσει ακόμα η αξιολόγηση, να βιαστούμε και να μεταθέσουμε το πρόβλημα για 2, 3, 4 ή 5 μήνες μετά. «Αυτή τη στιγμή», τόνισε, «η κεντρική επιδίωξη πρέπει να είναι μια συνολική λύση που θα ανοίξει επιτέλους τον δρόμο για την οριστική έξοδο από τα μνημόνια».
ΑΟΖ Τουρκίας - Συρίας: Διπλωματικός συναγερμός σε Λευκωσία και Αθήνα - «Τα μαζεύει» ο Ουράλογλου
Ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι γι’ αυτόν τον λόγο χρειάζεται ψυχραιμία και ηπιότητα στους αντιπολιτευτικούς τόνους, ανάγκη που η ΝΔ δεν φαίνεται να συμμερίζεται, «διότι πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, είναι μια συνολική συμφωνία που επιτέλους θα λύνει τους διάφορους γόρδιους δεσμούς που συνοδεύουν το ελληνικό πρόγραμμα από την αρχή της κρίσης».
«Όταν καταλήξουμε σε συμφωνία», σημείωσε, «θα πρόκειται για ένα μείγμα πολιτικών που θα είναι πολύ καλύτερο από αυτό προσδοκούσαν κάποιοι από την αντιπολίτευση ώστε να δημιουργήσουν πολιτική φθορά στην κυβέρνηση, αλλά και από αυτό που προεξοφλήθηκε από πάρα πολλά ΜΜΕ». Επισήμανε ότι θα υπάρχουν τα μέτρα επιβάρυνσης, αλλά θα υπάρχουν και αντίστοιχα μέτρα ελάφρυνσης, είτε με τη μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων είτε με τη μορφή αύξησης των κοινωνικών δαπανών, που θα δημιουργούν ένα δημοσιονομικό μείγμα κοινωνικά βιώσιμο και ισορροπημένο.
Ως προς τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα και ερωτηθείς εάν αναζητείται μια πολιτική λύση για το εργασιακό, το φορολογικό, τις συντάξεις, ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η στάση των δανειστών είναι ότι πρέπει να λύνονται σε τεχνικό επίπεδο. Τόνισε ότι, ωστόσο, «ειδικά για το ζήτημα των εργασιακών πρέπει και η Ευρώπη να αναλάβει τις πολιτικές της ευθύνες, με δεδομένο ότι αυτό που ζητά το ΔΝΤ είναι εκτός του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, παραβιάζει τον ευρωπαϊκό χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων και επομένως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και από την Ευρώπη στο βαθμό που η Ευρώπη θέλει να συνεχίσει να σέβεται τον εαυτό της». Πρόσθεσε ότι «υπό αυτή την έννοια, θα υπάρξουν συζητήσεις σε όλα τα επίπεδα και θα επιδιώξουμε τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις ώστε να υποστηρίξουμε τις θέσεις μας για την ανάγκη αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ανάγκη επαναρύθμισης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα».