Αλλάζοντας στάση από τις προηγούμενες ηγεσίες που δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον, ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου έδειξε ανησυχία για τα αποτελέσματα και συζήτησε με τον Πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γεράσιμο Κουζέλη τα όσα αναφέρει η έκθεση PISA του ΟΟΣΑ σχετικά με τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών. O υπουργός ζήτησε από τον Πρόεδρο του ΙΕΠ να συγκροτήσει ειδική επιστημονική επιτροπή η οποία, αφού μελετήσει την έκθεση, θα υποβάλει στον υπουργό τα συμπεράσματά της σχετικά με τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και τις προτάσεις της για την βέλτιστη αντιμετώπισή τους
Συγκεκριμένα, στις Φυσικές Επιστήμες η Ελλάδα (με μέσο όρο 455 μονάδες) κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με χαμηλότερη επίδοση από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (με στατιστικά σημαντική διαφορά), σύμφωνα με τα αποτελέσματα της PISA 2015 που ανακοινώθηκαν από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
«Τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν δεν αφορούν την περίοδο της τρέχουσας εκπαιδευτικής πολιτικής και επομένως δεν αποτυπώνουν τις αλλαγές που έχουν ήδη εισαχθεί στο σχολείο με περυσινές και φετινές ρυθμίσεις που εστιάζουν αρχικά στην πρωτοβάθμια και γυμνασιακή εκπαίδευση και θα αποτυπωθούν έτσι σε ένα διάστημα πενταετία ή και δεκαετίας. Τα χρόνια που προηγήθηκαν δεν υπήρξε καμία εκπαιδευτική πρωτοβουλία ως προς τη στοχευμένη καλλιέργεια ικανοτήτων, την εμπέδωση των οποίων αξιολογεί το PISA κι έτσι η έρευνα του 2015 δεν θα μπορούσε να καταγράφει ουσιαστικές μεταβολές» επισημαίνει ο πρόεδρος του ΙΕΠ Γεράσιμος Κουζέλης.
Οπως υπογραμμίζει η Χρύσα Σοφιανοπούλου, Εθνική Διαχειρίστρια PISA,Επίκουρος Καθηγήτρια Tμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο «το κύριο αντικείμενο αξιολόγησης για το PISA 2015 ήταν οι Φυσικές Επιστήμες, ενώ εξετάστηκαν επίσης, με πιο συνοπτικό τρόπο τα Μαθηματικά, η Κατανόηση Κειμένου και η Συνεργατική Επίλυση Προβλήματος».
Στα τεστ συμμετείχαν 72 χώρες/οικονομίες (35 χώρες του ΟΟΣΑ και 37 συνεργαζόμενες χώρες/οικονομίες) και αξιολογήθηκαν περίπου 540.000 μαθητές οι οποίοι αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα 29 εκατομμυρίων 15χρονων μαθητών από τα σχολεία των 72 αυτών χωρών.
Από την Ελλάδα συμμετείχαν περίπου 5.500 15χρονοι μαθητές, από 212 δημόσια και ιδιωτικά σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο φορέας υλοποίησης του PISA στην Ελλάδα είναι το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ).
Το PISA 2015 περιλάμβανε ένα Ηλεκτρονικό Τεστ, δίωρης διάρκειας για κάθε μαθητή, το οποίο στην Ελλαδα διεξήχθη στα εργαστήρια Η/Υ των σχολείων του δείγματος. Τα θέματα αποτελούνταν από ερωτήσεις κλειστού τύπου και ανοικτές ερωτήσεις σύντομης απάντησης.
Η Σιγκαπούρη (με μέσο όρο 556 μονάδες) έχει την υψηλότερη επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες. Η Ιαπωνία, η Εσθονία, η Φινλανδία και ο Καναδάς έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα (με μέσο όρο 455 μονάδες) κατατάσσεται στην ομάδα των χωρών με χαμηλότερη επίδοση από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (με στατιστικά σημαντική διαφορά). Η Σλοβακία, η Χιλή και η Βουλγαρία είναι οι χώρες των οποίων η επίδοση δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντική διαφορά από την επίδοση της Ελλάδας.
Τα αποτελέσματα φανερώνουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες, όσον αφορά στις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών στις Φυσικές Επιστήμες. Για παράδειγμα, ο μέσος όρος της Σιγκαπούρης και της Ελλάδας διαφέρουν κατά 101 μονάδες. Έχει η υπολογιστεί ότι η φοίτηση στο σχολείο για ένα σχολικό έτος αντιστοιχεί σε 38 μονάδες, επομένως τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο, τους μαθητές από τις δύο αυτές χώρες τους χωρίζει περίπου μια διαφορά 2.5 ετών φοίτησης στο σχολείο.
Το 8% των μαθητών από τις χώρες του ΟΟΣΑ (και το 24% των μαθητών από τη Σιγκαπούρη) πέτυχαν εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις στις Φυσικές Επιστήμες και κατατάσσονται στα δύο υψηλότερα επίπεδα – το 5ο και το 6ο – της κλίμακας εγγραμματισμού του PISA. Οι μαθητές αυτοί έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν γνώσεις και δεξιότητες στις Φυσικές Επιστήμες με αυτόνομο και δημιουργικό τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται με επιτυχία στις απαιτήσεις ποικίλων περιστάσεων, ακόμα και αυτών με τις οποίες δεν είναι εξοικειωμένοι.
Στην πλειοψηφία των χωρών που διαθέτουν συγκρίσιμα στοιχεία, δεν σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές στις επιδόσεις από το 2006 (όπου οι Φυσικές Επιστήμες ήταν και πάλι το κύριο αντικείμενο της αξιολόγησης), παρά την μεγάλη ανάπτυξη που έχει σημειωθεί στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας σε αυτό το διάστημα. Υπάρχουν, όμως, κάποιες χώρες όπου ο μέσος όρος στις Φυσικές Επιστήμες βελτιώθηκε ανάμεσα στο 2006 και 2015 όπως στην Κολομβία, το Ισραήλ το Μακάο (Κίνα), την Πορτογαλία, το Κατάρ και τη Ρουμανία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, στο Μακάο (Κίνα), στην Πορτογαλία και στο Κατάρ αυξήθηκαν τα ποσοστά των μαθητών με επιδόσεις που τους κατατάσσουν στο 5ο επίπεδο ή ακόμα υψηλότερα και ταυτόχρονα μειώθηκαν τα ποσοστά των μαθητών με επιδόσεις χαμηλότερες του επιπέδου 2, το οποίο θεωρείται το βασικό επίπεδο στην κλίμακα εγγραμματισμού για τις Φυσικές Επιστήμες.
Παρόλο που η διαφορά στις επιδόσεις στις Φυσικές Επιστήμες δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια, κατά μέσο όρο, σε 33 χώρες/οικονομίες τα ποσοστά των αγοριών με ιδιαίτερα υψηλή επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες είναι μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των κοριτσιών. Η Φινλανδία είναι η μόνη χώρα, όπου τα κορίτσια έχουν περισσότερες πιθανότητες από τα αγόρια να επιτύχουν ιδιαίτερα υψηλή επίδοση στις Φυσικές Επιστήμες.
Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής Γεράσιμος Κουζέλης για τα αποτελέσματα του PISA 2015 τόνισε:
«Τα αποτελέσματα της έρευνας PISA 2015, που μόλις ανακοινώθηκαν, αν και αποτυπώνουν μια ελάχιστη μόνο μεταβολή των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών, αξίζουν προσοχής.
Πράγματι, ως προς το κύριο αντικείμενό της, δηλαδή τις φυσικές επιστήμες, η έρευνα φέρνει την Ελλάδα το 2015 στην 32η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ (ενώ το 2006 βρισκόταν στην 28η, αλλά μεταξύ 30 μόνο χωρών).
Αντίστοιχη είναι η θέση της χώρας και σε σχέση με τα δύο άλλα αντικείμενα που εξετάστηκαν μόνο δευτερευόντως (32η στα μαθηματικά και 31η στην κατανόηση κειμένου).
Τα αποτελέσματα αυτά δεν αποτυπώνουν την ποιότητα της ελληνικής εκπαίδευσης, αποτελούν ωστόσο ενδείξεις ορισμένων τάσεων και επομένως την ευκαιρία ψύχραιμης εξέτασης πλευρών της σχολικής μας εκπαίδευσης, στην οποία αποσκοπούν και οι παρακάτω επισημάνσεις:
• Τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν δεν αφορούν την περίοδο της τρέχουσας εκπαιδευτικής πολιτικής και επομένως δεν αποτυπώνουν τις αλλαγές που έχουν ήδη εισαχθεί στο σχολείο με περυσινές και φετινές ρυθμίσεις ― ρυθμίσεις που εστιάζουν αρχικά στην πρωτοβάθμια και γυμνασιακή εκπαίδευση και θα αποτυπωθούν έτσι σε ένα διάστημα πενταετίας ή και δεκαετίας.
• Τα χρόνια που προηγήθηκαν δεν υπήρξε καμία εκπαιδευτική πρωτοβουλία ως προς τη στοχευμένη καλλιέργεια ικανοτήτων, την εμπέδωση των οποίων αξιολογεί το PISA κι έτσι η έρευνα του 2015 δεν θα μπορούσε να καταγράφει ουσιαστικές μεταβολές.
• Η γενικά σκεπτικιστική στάση φορέων της εκπαίδευσης απέναντι στη σκοπιμότητα, την αξιοπιστία αλλά και τις συνέπειες της αξιολόγησης που συνεπάγεται το PISA είχε επιβαρύνει αρνητικά το κλίμα εντός του οποίου διεξήχθη το τεστ του 2015, με ανάλογες συνέπειες στα αποτελέσματα των μαθητών.
• Τα τεστ του PISA δεν αποτυπώνουν παρά μόνο την επίδοση σχετικά με συγκεκριμένες δεξιότητες και μορφές γνώσης που, όπως γνωρίζουμε, διαφέρουν (ενδεχομένως και ριζικά) από μορφές γνώσης και ικανότητες που καλλιεργούνται στο ελληνικό σχολείο και είναι από συγκεκριμένη σκοπιά πολύτιμες. Τα αποτελέσματα δεν μπορούν επομένως να ερμηνευτούν ως συγκριτική αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς οι κοινωνίες και τα πολιτισμικά περιβάλλοντα των χωρών που συμμετέχουν διαφέρουν σημαντικά, όπως και οι μορφωτικές τους προτεραιότητες.
• Η αξία, ωστόσο, κάποιων από τις διαστάσεις της γνώσης και των ικανοτήτων που αξιολογεί το PISA θα πρέπει να επανεξεταστεί από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς είναι όντως κρίσιμες, ιδιαίτερα για τη συμμετοχή των αυριανών πολιτών στη σύγχρονη κοινωνία.
Θα πρέπει επομένως αντίστοιχες πρόνοιες να ληφθούν σχετικά με τα προγράμματα σπουδών, τα βιβλία, τις διαδικασίες μάθησης και την αξιολόγησή τους.
• Οι γνωστικές αυτές διαστάσεις αναφέρονται (κατά μια πρώτη προσέγγιση) πρωτίστως: – στις εφαρμογές που συνδέονται με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες,
– στη διατύπωση ερωτημάτων και υποθέσεων καθώς και την αναζήτηση λύσεων σε προβλήματα ως θεμελιώδους άξονα των επιστημών,
– στην ικανότητα δημιουργικής εφαρμογής και όχι απλής αναπαραγωγής θεωρητικών γνώσεων,
– στην καλλιέργεια της ερευνητικής και επινοητικής ευφυίας,
– και προπάντων στην πραγματική και κριτική κατανόηση κειμένων».
Ο κ. Κουζέλης τονίζει οτι «το Ι.Ε.Π., αφού μελετήσει διεξοδικότερα τα αποτελέσματα του PISA αλλά και συναφών ερευνών, θα καταθέσει, συμπληρωματικά με τις μέχρι τώρα προτάσεις του προς το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, σχέδιο πρωτοβουλιών για την ουσιαστική αναβάθμιση της καλλιέργειας αυτών των ικανοτήτων».
Τις διαρκείς παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος αποτυπώνει για ακόμη μία φορά, η έκθεση PISA του ΟΟΣΑ για το έτος 2015. Δυστυχώς οι επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στις επιστήμες, στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά είναι αρκετά χαμηλές και μάλιστα έχουν και φθίνουσα πορεία σε σχέση με μελέτες του PISA προηγουμένων ετών. Το πολύ σημαντικό αυτό θέμα μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες, φέρνει στη Βουλή ο βουλευτής Αττικής και Υπεύθυνος Παιδείας του Ποταμιού Γιώργος Μαυρωτάς με ερώτηση την οποία κατέθεσε προς τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Γαβρόγλου.
Ο κ. Μαυρωτάς στέκεται πέρα από τις πολύ χαμηλές θέσεις της χώρας στις τρείς αυτές θεματικές περιοχές τόσο από το μέσο όρο μεταξύ των 35 χωρών του ΟΟΣΑ και μεταξύ όλων των 72 συμμετεχουσών χωρών, και στο γεγονός ότι έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις ενώ δυστυχώς συγχρόνως ο αριθμός των μαθητών που αριστεύουν συρρικνώνεται, δείχνοντας ανησυχητικά σημάδια εξίσωσης προς τα κάτω. Ο βουλευτής του Ποταμιού ρωτά τον κ. Γαβρόγλου για τα αίτια των αρνητικών επιδόσεων ενώ με προφανείς τις συνέπειες των συνεχών αλλαγών στον χώρο της Παιδείας από το 2000 και έπειτα, θέτει και το ζήτημα της συναίνεσης των κομμάτων σε ένα κοινό μακροπρόθεσμο σχέδιο για την Παιδεία το οποίο να μην μεταβάλλεται κάθε φορά που αλλάζει ο Υπουργός Παιδείας. Τέλος αναδεικνύει με ερωτήματα του τη σημασία της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού συστήματος, μιας διαδικασίας που «πολέμησε» ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν πολύ άσχημες επιδόσεις της χώρας λόγω της ανεπαρκούς εξωτερικής αξιολόγησης, της μη αξιοποίησης των πορισμάτων της και της μη ύπαρξης βελτιωτικών δράσεων.