Και ο Αλέξης Τσίπρας, προσωπικά, βρίσκεται στη χειρότερη στιγμή του ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, περισσότερο αποδυναμωμένος από ποτέ. Η τελευταία δημοσκόπηση της Pulse για τον ΣΚΑΪ επαναβεβαίωσε το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει διεισδύσει για τα καλά στους κεντρογενείς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Το 64% (!) όσων -πριν από μόλις 10 μήνες- ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ επικροτούν τα μέτρα και τις αποφάσεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Η δε σκηνή με τον Ν. Βούτση να χειροκροτεί στη Βουλή τον Κ. Μητσοτάκη τη στιγμή που μιλούσε για τους νεκρούς της Marfin, παρόντος του αμήχανου Αλ. Τσίπρα και των ακούνητων υπόλοιπων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, λέει πολλά για όσους αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει στα ενδότερα της Κουμουνδούρου. Αλλωστε, ο Ν. Βούτσης «δεν είναι Γιαννούλης ή Ραγκούσης», όπως έλεγε δηκτικά ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, είναι «από τους ακρογωνιαίους λίθους του κόμματος και υπήρξε τρίτος τη τάξει πολιτειακός παράγων». Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ περνά μια πρωτοφανή κρίση πολιτικής ταυτότητας και υπαρξιακής αναζήτησης. Το «κοστούμι» της συναίνεσης που φόρεσε υποχρεωτικά ο Αλ. Τσίπρας, δεν του άρεσε και γι’ αυτό δεν του «πήγε» ποτέ. Μάλλον «τον φόρεσε», παρά «το φόρεσε».
Εκτινάσσοντας τη διαφορά Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ σταθερά πάνω από το 20%. Η αυθόρμητη αντίδραση του Αλ. Τσίπρα ήταν η επιστροφή στη συμπεριφορά του μικρού αντισυστημικού κόμματος, που φαντασιώνεται να ξαναγεμίζουν οι «πλατείες».
Κι όλα αυτά, ενώ ο μεγάλος φόβος της Κουμουνδούρου και του Αλ. Τσίπρα προσωπικά είναι ότι «ο Μητσοτάκης θα κάνει εκλογές». Εύλογος ο φόβος, όχι τόσο λόγω της πιθανότητας να συμβεί το «μοιραίο», αλλά και εντυπωσιακή η ομολογία περί του επερχόμενου «μοιραίου». Ο Αλ. Τσίπρας αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να σταθεί μετά από μια 5η συνεχόμενη ήττα από τον Κ. Μητσοτάκη και μάλιστα παίρνοντας ποσοστό σαφώς χαμηλότερο από το 31,5% που πήρε τον Ιούλιο του 2019. Ενδεχόμενο που πολλοί στην Κουμουνδούρου το θεωρούν ως «το πιθανότερο». Μπροστά σε αυτόν τον φόβο ο ΣΥΡΙΖΑ το γυρνά στο «σκληρό ροκ», χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι επιδεινώνει τη θέση του.
Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ότι υστερεί σε «αριστερή πολιτική». Είναι ότι έχει ηττηθεί κατά κράτος η αξιοπιστία του. Εχει αμφισβητηθεί εντονότατα η δυνατότητά του να αρθρώσει γόνιμο πολιτικό λόγο. Το 3%, ό,τι και να γίνει, θα είναι πάντα εκεί. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το υπόλοιπο 28%. Ενα μέρος αυτού του ποσοστού, έχοντας το «αντιδεξιό» ή και το «αντιμητσοτακικό» σύνδρομο, το πιο πιθανό είναι να παραμείνει στη δεξαμενή του. Ομως ένα άλλο σημαντικό μέρος του διαπιστώνει ότι είναι καλύτερα που κυβερνά στην κρίση ο Κ. Μητσοτάκης και όχι ο Αλ. Τσίπρας. Κι ένα τρίτο μέρος αυτού του 28%, που συμπορεύτηκε ωφελιμιστικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, συνειδητοποιεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παύει να είναι κόμμα εξουσίας.
Ο Δένδιας ενημέρωσε τον Μητσοτάκη για τη νέα δομή των Ενόπλων Δυνάμεων και τον θόλο
«Μάχη χαρακωμάτων»
Το αποτέλεσμα φαίνεται και στην κοινωνία και στο «καντράν» των δημοσκοπήσεων. Και μάλιστα σε μια εποχή που έχουν αλλάξει οι αξίες, έχουν αλλάξει οι προτεραιότητες που θέτει η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Εύλογο είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, απέναντι σε αυτή τη διείσδυση που έχει κάνει ο Κ. Μητσοτάκης στην εκλογική βάση του, να περιορίζεται σε «μάχη χαρακωμάτων» και στην ενασχόληση με πιο «πρακτικά ζητήματα». Είναι χαρακτηριστικό, απ’ αυτή την άποψη και μετά τις εξελίξεις στην Προανακριτική για τη Novartis ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει, πάση θυσία, να «καεί» μία κοινοβουλευτική σύνοδος ώστε να επέλθει παραγραφή για τη σκευωρία.
Ιδιαίτερα από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι θα διευρυνθεί το κατηγορητήριο και θα διερευνηθεί και η συμμετοχή σε «εγκληματική οργάνωση-συμμορία». Είναι χαρακτηριστικό ότι την Πέμπτη, στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, ο ΣΥΡΙΖΑ διά των εκπροσώπων του έδωσε μάχη κατά της επιστολικής ψήφου των βουλευτών και υπέρ της λειτουργίας θερινών τμημάτων. Αν λειτουργούσαν θερινά τμήματα, θα «καιγόταν» μία σύνοδος και θα ερχόταν πιο κοντά η παραγραφή αδικημάτων.
Η διερεύνηση της ενδεχόμενης ύπαρξης «εγκληματικής οργάνωσης-συμμορίας», όπως εκτιμούν νομικοί κύκλοι, αλλά και πηγές της Προανακριτικής, ενδέχεται να οδηγήσει και σε άλλα πολιτικά πρόσωπα, πέραν του Δ. Παπαγγελόπουλου. Γιατί, ως γνωστόν, μια «οργάνωση» δεν είναι απαραίτητα ολιγομελής και ούτε απαρτίζεται από έναν «ανεξέλεγκτο» Ρασπούτιν, κάποιους δικαστικούς λειτουργούς και κάποιους δημοσιογράφους που λειτούργησαν ως «βαποράκια» ή «πιστόλια». Ηδη υπάρχουν καταθέσεις που κατονομάζουν και άλλα πολιτικά πρόσωπα, ενώ κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει πόσο «ψηλά» μπορεί να φτάσει μια τέτοια έρευνα, εφόσον γίνει σε βάθος.
Απέναντι σε όλα αυτά, ο Κ. Μητσοτάκης ακολουθεί την τακτική του με γνώμονα τη θεσμικότητα, τη σοβαρότητα και τη μακροπρόθεσμη κεφαλαιοποίηση της πρόσθετης εμπιστοσύνης που κέρδισε διαχειριζόμενος με επιτυχία τη διπλή κρίση του Εβρου και της πανδημίας. Εχει καταστήσει σαφές ότι η Βουλή δεν θα κλείσει το καλοκαίρι. Κι αυτό σημαίνει ότι καίγεται το σενάριο της παραγραφής.
Ταυτόχρονα, τις τελευταίες μέρες έχει ρίξει όλο το βάρος του στην οικονομία, με βασικές προτεραιότητες: α) τον τουρισμό, β) την ταχύτερη επανεκκίνηση της οικονομίας, γ) την προστασία των εργαζομένων με την επιδότηση της εργασίας, δ) τον περιορισμό της ανεργίας και τη γρηγορότερη έξοδο από την ύφεση. Πρόκειται για ένα πολυσχιδές σχέδιο, το οποίο φιλοδοξεί να ενισχύσει το δίκτυ της κοινωνικής προστασίας, αλλά και της επιχειρηματικότητας. Κι αν πετύχει και αυτό το σχέδιο, είναι προφανές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει και την τελευταία ελπίδα ανάκαμψης που έχει ποντάροντας στην καταστροφολογία και στη δραματική επιδείνωση της ζωής των Ελλήνων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής