Συγκεκριμένα, ο κ. Λάμπρου σημειώνει ότι«πράγματι, χρειάζεται να αλλάξουμε πολλά. Να βάλουμε φρένο σε φαινόμενα παραγοντισμού, προσωπικής πολιτικής, φαινόμενα που μας πλήγωσαν. Να αλλάξουμε λογικές -που δυστυχώς υπήρξαν- κλειστών γραφείων, έπαρσης, ενίοτε αλαζονείας. Ναι, αυτά πρέπει να τα αλλάξουμε. Να κλείσουμε την πόρτα στο λαϊκισμό, τις κραυγές, τον δήθεν πολιτικό τσαμπουκά ορισμένων, που αναμφίβολα μας κόστισε και που ουδεμίαν σχέση με την αναγκαία μαχητικότητα, αλλά και με την κουλτούρα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς. Να αλλάξουμε τον ηγετικό συγκεντρωτισμό και να ενισχύσουμε τη συλλογική λειτουργία, τις δημοκρατικές διαδικασίες, το ρόλο των μελών», τονίζοντας πως «αλλά σε αυτή την πορεία δεν τα αλλάζουμε όλα. Δεν έχουμε λόγο. Δεν είμαστε εταιρεία που θέλει να πουλήσει το προϊόν του με οποιονδήποτε τρόπο. Και φυσικά (δεν αλλάζουμε) το όνομα μας: ΣΥΡΙΖΑ».
«Οι όποιες αναζητήσεις για αλλαγή ονόματος ή η συμπλήρωσή του για να… χωρέσει τους συμμάχους μπορεί να δημιουργήσει συγχύσεις. Για παράδειγμα το προτεινόμενο “ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία” ή Προοδευτική Παράταξη” παραπέμπει ευθέως σε συμμαχικό σχήμα και όχι σε ενιαίο πολιτικό οργανισμό, όπως ορθά αποφασίσαμε στο 1ο συνέδριό μας», πρόσθεσε.
Παράλληλα, εκτίμησε ότι «η σχηματοποίηση του ανοίγματος, μονοσήμαντα στην Προοδευτική Συμμαχία, είναι σοβαρό πολιτικό λάθος. Αν υιοθετηθεί μια τέτοια αντίληψη, είναι σαν να αγνοούμε την τεράστια δυναμική της νεολαίας, που ουδεμία σχέση έχει με ιστορικά πολιτικά εγχειρήματα (για παράδειγμα με το ΠΑΣΟΚ) και που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ για άλλους λόγους».
Αναλυτικά το άρθρο του Πάνου Λάμπρου:
Συνήθως -και ορθά-, οι πολιτικοί σχηματισμοί μετά από μια εκλογική αναμέτρηση συζητούν, αναλύουν το εκλογικό αποτέλεσμα, μπαίνουν σε διαδικασία κρίσης και αναστοχασμού. Είτε κέρδισαν είτε έχασαν. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς, ενόψει του 3ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εν κινήσει, καθώς ο αντίπαλος, που πλέον έχει στα χέρια της την κυβερνητική εξουσία, επιτίθεται με σφοδρότητα στα εργασιακά, κοινωνικά δικαιώματα και τις ελευθερίες.
Η επιθετικότητά του δεν αφήνει πολιτικό χρόνο και περιθώριο εσωστρέφειας από την πλευρά μας. Δεν δικαιολογεί κάλπικα διλήμματα ούτε φυσικά αναζητήσεις στο απέραντο κενό. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, έχοντας εφαρμόσει σε οικονομικό επίπεδο ένα πρόγραμμα (μνημόνιο) που δεν ήταν δικό του, ξένο με τις ιδέες μας, αποτέλεσμα αδίστακτου εκβιασμού, κατάφερε να συγκεντρώσει 31,5%, ακριβώς γιατί υπερασπίστηκε τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Συνεπώς, είναι και εντολή να υπερασπιστούμε τα κεκτημένα, να είμαστε μπροστά στους αγώνες, να ασκήσουμε προγραμματική, μαχητική, ριζοσπαστική, κινηματική αντιπολίτευση.
Η εντολή…
Τι άλλη εντολή μας έδωσε ο κόσμος, που, για άλλη μια φορά, μας στήριξε με τόσο μεγάλη γενναιοδωρία; Να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί, πιο μαζικοί, πιο σεμνοί και πιο συλλογικοί, θα έλεγα… Εντούτοις, δεν είναι εύκολο να ερμηνεύσεις τον κόσμο. Θα είναι λάθος να μιλήσουμε με βεβαιότητες. Ο αναστοχασμός είναι απαραίτητος. Οι βιασύνες δεν βοηθούν. Συνεπώς, η συζήτηση για την πορεία μας, αναγκαία ασφαλώς, δεν μπορεί να κλείσει πριν καν αρχίσει. Και κυρίως δεν μπορεί να διεξαχθεί ερήμην των μελών και των φίλων του κόμματος, που ενδεχομένως θα κληθούν να επικυρώσουν κάποια στιγμή τις αποφάσεις της ηγεσίας. Γι’ αυτό χρειάζεται να συζητήσουμε ανοιχτά, να κουβεντιάσουμε ουσιαστικά.
Τι να αλλάξουμε
Στην μετεκλογική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ειπώθηκε ότι υπήρξε εντολή… να αλλάξουμε! Ήταν μάλιστα και σύνθημα πίσω από το προεδρείο. “Αλλάζουμε, δυναμώνουμε, προχωράμε”. Να αλλάξουμε, λοιπόν. Αλλά όταν αλλάζεις πρέπει να πεις τι θέλεις να γίνεις.
Πράγματι, χρειάζεται να αλλάξουμε πολλά. Να βάλουμε φρένο σε φαινόμενα παραγοντισμού, προσωπικής πολιτικής, φαινόμενα που μας πλήγωσαν. Να αλλάξουμε λογικές -που δυστυχώς υπήρξαν- κλειστών γραφείων, έπαρσης, ενίοτε αλαζονείας. Ναι, αυτά πρέπει να τα αλλάξουμε. Να κλείσουμε την πόρτα στο λαϊκισμό, τις κραυγές, τον δήθεν πολιτικό τσαμπουκά ορισμένων, που αναμφίβολα μας κόστισε και που ουδεμίαν σχέση με την αναγκαία μαχητικότητα, αλλά και με την κουλτούρα της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς. Να αλλάξουμε τον ηγετικό συγκεντρωτισμό και να ενισχύσουμε τη συλλογική λειτουργία, τις δημοκρατικές διαδικασίες, το ρόλο των μελών. Να αλλάξουμε μια νοοτροπία, που λέει ότι μόνοι μας μπορούμε, τις κλειστές συνεδριάσεις, τα φοβικά σύνδρομα. Και άλλα πολλά.Τι δεν πρέπει να αλλάξουμε
Αλλά σε αυτή την πορεία δεν τα αλλάζουμε όλα. Δεν έχουμε λόγο. Δεν είμαστε εταιρεία που θέλει να πουλήσει το προϊόν του με οποιονδήποτε τρόπο, αλλά πολιτικός οργανισμός, κόμμα, που έχει σταθερές, ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο, με τα οποία άλλωστε φτάσαμε μέχρι εδώ. Συνεπώς, δεν αλλάζουμε την κοινωνική και ταξική μας μεροληψία· την υπεράσπιση των εργασιακών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων· τις αρχές, το αξιακό και ιδεολογικό μας φορτίο· τη φυσιογνωμία και την ταυτότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς· την αντικαπιταλιστική προοπτική και το στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού με ελευθερία και δημοκρατία· τη συμμετοχική διαδικασία, την αυτοπρόσωπη συμμετοχή των μελών που δημιουργεί τις προϋποθέσεις να μην γίνουν απλοί εκλέκτορες. Και φυσικά το όνομα μας: ΣΥΡΙΖΑ!
Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής άνοιξαν πολλά ζητήματα. Έστω και με λέξεις, που έχουν όμως έναν ισχυρό συμβολισμό. Ανασυγκρότηση: βεβαίως, καθώς είναι απαραίτητη συνθήκη για τις μάχες που έρχονται, για τους αγώνες που θα διεξαχθούν, για το μεγάλο άνοιγμα στον λαϊκό κόσμο και τη νεολαία. Επανεκκίνηση: Ασφαλώς, αν εννοούμε ένα νέο ξεκίνημα σε συνθήκες αντιπολίτευσης. Μετασχηματισμός: Λέξη με βάθος, που συνήθως εμείς οι αριστεροί και οι αριστερές τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για δομικές αλλαγές, που ανατρέπουν την ουσία, που διαμορφώνουν μια νέα, ριζικά διαφορετική πραγματικότητα. Και υπό αυτή την έννοια, από την σκοπιά του σοσιαλισμού και της κοινωνικής απελευθέρωσης, αναφερόμαστε στον μετασχηματισμό κράτους και κοινωνίας.
Τι ακριβώς, λοιπόν, θα μετασχηματίσουμε στο κόμμα μας; Πρώην υπουργός και κεντρικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ σε συνέντευξή του είπε ότι πρέπει να μιλήσουμε καθαρά. Το “ναι μεν αλλά” είπε, δεν βοηθάει. Πείτε, λέει, αν διαφωνείτε! Ωστόσο, για να μπορέσει οποιοδήποτε μέλος του κόμματος να πει αν διαφωνεί ή συμφωνεί θα χρειαστεί να ειπωθεί με απόλυτη ειλικρίνεια και καθαρό τρόπο η πρόταση. Να μην κρυφτεί πίσω από το όμορφο και σίγουρα ελκυστικό άνοιγμα στον κόσμο που μας στήριξε, με το οποίο, άλλωστε, όλοι και όλες συμφωνούμε. Να μιλήσει για την ουσία.
Ερωτήματα, λοιπόν, προς όλους και όλες μας. Πρώτο. Θα παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς ή θα μετασχηματιστεί σε μια θολή παράταξη του λεγόμενου προοδευτικού – δημοκρατικού χώρου; Δεύτερο: Θα διατηρήσει την ταυτότητά του, τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά ή ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ, θα χωράει πολλές ταυτότητες, πολλές φυσιογνωμίες, κάτι σαν σούπερ μάρκετ, που διαθέτει τα πάντα; Τρίτο: Θα ενισχυθεί ο ρόλος του μέλους ως προς τη συζήτηση και λήψη των αποφάσεων ή το νέο μοντέλο παραπέμπει στη λογική του μέλους – εκλέκτορα; Τέταρτο: Θα εντάξουμε στον πυρήνα της λογικής και του προγράμματός μας το οικολογικό στοιχείο, κάνοντας την αναγκαία αυτοκριτική για τα πεπραγμένα, ή η οικολογική οπτική θα είναι πινελιά επικοινωνιακού χαρακτήρα χωρίς περιεχόμενο;
Γιατί ΣΥΡΙΖΑ;
Το κόμμα μας -και ασφαλώς όχι “παράταξη”- είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι όποιες αναζητήσεις για αλλαγή ονόματος ή η συμπλήρωσή του για να… χωρέσει τους συμμάχους μπορεί να δημιουργήσει συγχύσεις. Για παράδειγμα το προτεινόμενο “ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία” ή Προοδευτική Παράταξη” παραπέμπει ευθέως σε συμμαχικό σχήμα και όχι σε ενιαίο πολιτικό οργανισμό, όπως ορθά αποφασίσαμε στο 1ο συνέδριό μας.
Η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης όχι μόνο μας ξαναγυρνά στον ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών, αλλά ταυτόχρονα διαμορφώνει κατά κάποιο τρόπο και την ταυτότητα του. Προβάλει ισότιμα μια δεύτερη “ισχυρή” συνιστώσα, ένα δεύτερο κόμμα δίπλα στο υπάρχον. Ο τεχνητός αυτός διαχωρισμός σε “αριστερούς” και “προοδευτικούς”, σε “αντικαπιταλιστές” και “μεταρρυθμιστές”, σε “ουτοπιστές” και “ρεαλιστές”, στους μεν και τους δε εντέλει, όχι μόνο δεν προσθέτει στη συλλογική μας προσπάθεια, αλλά στην ουσία αφαιρεί, διχάζει, καθώς διαμορφώνει αντικειμενικά έναν φορέα με δύο ψυχές, χωρίς σαφή ιδεολογική και πολιτική ραχοκοκαλιά.
Η σχηματοποίηση του ανοίγματος, μονοσήμαντα στην Προοδευτική Συμμαχία, είναι σοβαρό πολιτικό λάθος. Αν υιοθετηθεί μια τέτοια αντίληψη, είναι σαν να αγνοούμε την τεράστια δυναμική της νεολαίας, που ουδεμία σχέση έχει με ιστορικά πολιτικά εγχειρήματα (για παράδειγμα με το ΠΑΣΟΚ) και που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ για άλλους λόγους. Όπως, επίσης, τον λαϊκό κόσμο που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ όχι γιατί συμπορεύτηκαν μαζί μας επώνυμα στελέχη του παλαιού πολιτικού συστήματος ή προσωπικότητες της ευρύτερης αριστεράς, αλλά γιατί υπερασπιστήκαμε, έστω και με αμφισημίες, τα συμφέροντα και τις ανάγκες του. Συνεπώς, το αναγκαίο άνοιγμα και η αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων δεν ταυτίζονται με πιο μετριοπαθείς πολιτικές, αλλά αντίθετα, με μια νέα ριζοσπαστικοποίηση, με μια οικολογική οπτική στη νέα πραγματικότητα.
Αλλά και ένα άλλο τμήμα ανθρώπων που μας προσέγγισαν στην κάλπη, ενδεχομένως με κριτική ματιά, έφτασαν μέχρι εκεί για τις Πρέσπες, για το τέλος της συμπόρευσης με τους ΑΝΕΛ, για τις κινηματικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες σε ότι είχε να κάνει με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με ένα κλικ…
Να αποσαφηνίσουμε ένα ακόμα ζήτημα. Η συζήτηση για τις ψηφιακές δυνατότητες έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ελλοχεύει όμως ο κίνδυνος να αδικήσουμε τη συζήτηση ή να θέσουμε ένα ακόμα κάλπικο δίλημμα. Να θεωρήσουμε ότι κάποιοι είναι φοβικοί στις νέες τεχνολογίες και άλλοι ανοιχτοί. Λάθος… Ως φαίνεται συμφωνούμε όλες και όλοι στην ανάγκη αξιοποίησης των ψηφιακών εργαλείων. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μετατρέπουμε το κόμμα μας σε ψηφιακό πολιτικό φορέα. Σε ένα κλικ και σε πολλά λάικ.
Οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες δίνουν τη δυνατότητα σε ευρύτερο κόσμο, κυρίως σε νεότερες γενιές, να έχουν ενημέρωση, να συμμετάσχουν σε διάλογο και διαβούλευση πάνω σε κρίσιμα ζητήματα, που μας απασχολούν. Στο χέρι μας είναι αυτή η τεράστια και αναγκαία δυνατότητα να μην μετατραπεί σε στρατό εκλεκτόρων. Το ένα κλικ, λοιπόν, μπορεί να μετασχηματιστεί σε συμμετοχή και δράση. Αρκεί να έχουμε αυτό τον προσανατολισμό. Τους ανθρώπους, που καλούμε να γίνουν μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, δεν τους θέλουμε εικονικούς μας φίλους, τους θέλουμε συμμέτοχους σε μια πορεία δύσβατη, αλλά ταυτόχρονα απελευθερωτική. Δεν θέλουμε ανθρώπους που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ από κοντά. Η αυτοπρόσωπη, λοιπόν, παρουσία είναι ασφαλώς αναγκαία, όπως αναγκαία είναι και η διεύρυνση των δυνατοτήτων συμμετοχής και διαλόγου.