Ο πρωθυπουργός αναμένεται σύμφωνα με πληροφορίες να αναφερθεί στην έκθεση της Κομισιόν για την ελληνική οικονομία.
Οπως επισημαίνει η έκθεση, ενώ η κυβέρνηση ξεκίνησε τη μεταμνημονιακή εποχή καλά, τους τελευταίους μήνες διαπιστώνεται ότι η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων έχει επιβραδυνθεί και ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί δεν διασφαλίζουν την τήρηση των ελληνικών δεσμεύσεων προς τους εταίρους, ενώ θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβκσις, «το πακέτο των μέτρων που ανακοινώθηκε είναι δαπανηρό και δεν κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ενώ αντιστρέφει παλαιότερες θετικές μεταρρυθμίσεις με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος μη επίτευξης του πρωτογενούς πλεονάσματος».
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος πήγε ακόμη πιο μακριά προσθέτοντας ότι «μια χώρα με δημόσιο χρέος 180% του ΑΕΠ, που θέλει να βγει με βιώσιμο τρόπο στις αγορές, δεν έχει περιθώρια για λάθη στην οικονομική πολιτική», αφήνοντας ευθέως να εννοηθεί ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικές δυνατότητες για την κάλυψη όλων των παροχών, τις οποίες μάλιστα δεν θεωρεί και φιλικές προς την ανάπτυξη.
Ο κ. Ντομπρόβσκις προέβλεψε μάλιστα ότι οι συζητήσεις στη συνεδρίαση του Εurogroup στις 13 Ιουνίου για την Ελλάδα θα είναι πολύ δύσκολες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ασκηθεί κριτική από εταίρους στην κυβέρνηση, στη διάρκεια της συζήτησης που θα έχουν οι υπουργοί Οικονομικών.
Από την πλευρά του, ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, ο οποίος διαχρονικά είναι πολύ φιλικός με την ελληνική κυβέρνηση, χθες εμφανίστηκε επιφυλακτικός, επισημαίνοντας ότι καταγράφονται καθυστερήσεις σε σχέση με τις δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις, ενώ υπάρχουν κίνδυνοι για τους στόχους από τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν τον προηγούμενο μήνα. «Θα πρέπει να είμαστε πολλοί προσεκτικοί σε σχέση με το πρωτογενές πλεόνασμα τους επόμενους μήνες», ανέφερε.
Ο Γάλλος επίτροπος έκανε και άνοιγμα προς την επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου. Οπως είπε, όποια κι αν είναι η νέα κυβέρνηση η Κομισιόν θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα προκειμένου να πετύχει μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Η σημερινή έκθεση είναι ένα σημείο εκκίνησης για έναν εποικοδομητικό διάλογο με τις ελληνικές Αρχές, τον οποίο θέλουμε να διατηρήσουμε, προσθέτοντας ότι η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της χώρας.
Η έκθεση υπολογίζει το δημοσιονομικό κόστος των παροχών της κυβέρνησης σε πάνω από 1% του ΑΕΠ για φέτος και τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα μέτρα της κυβέρνησης στοχεύουν στην κατανάλωση, ενώ θα απορροφήσουν χρήματα που θα μπορούσαν να διατεθούν σε αναπτυξιακές πολιτικές όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών και των εισφορών.
Σχετικά με τη λεγόμενη από την κυβέρνηση «13η σύνταξη», η έκθεση αναφέρει ότι ανατρέπει μερικώς αποφάσεις του 2012 και του 2016, ενώ θα αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για συντάξεις, οι οποίες είναι ήδη μεταξύ των ψηλότερων στην Ε.Ε. σε ποσοστό του ΑΕΠ. Οι Βρυξέλλες θα προτιμούσαν να είχε δοθεί μεγαλύτερο βάρος στη διάθεση πόρων στον κοινωνικό τομέα και ειδικότερα στους νέους και τους εργαζόμενους που κινδυνεύουν από τη φτώχεια.
Επικριτική είναι η έκθεση και σε σχέση με την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, όπου η πρόοδος, παρά τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η κυβέρνηση, χαρακτηρίζεται απογοητευτική. «Παρά το γεγονός ότι το καθαρό απόθεμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει μειωθεί σε σχέση με τα τέλη του προγράμματος, ο ρυθμός της μείωσης είναι αισθητά βραδύτερος, ενώ νέες οφειλές δημιουργούνται σε ορισμένους τομείς», αναφέρει η έκθεση. Σύμφωνα με την Κομισιόν στα τέλη Μαρτίου οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ήταν στο 1,4 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 300 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Αύγουστο το 2018, αλλά στα ίδια επίπεδα με τον Δεκέμβριο του περασμένου έτους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση δεν λαμβάνει καν υπόψη τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για το 2020, υπογραμμίζοντας ότι αφορούν τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, που θα πρέπει να υποβληθεί (από την επόμενη κυβέρνηση) στην Κομισιόν, στις 15 Οκτωβρίου.
Σε σχέση με τη συζήτηση που έχει ξεκινήσει στην Ελλάδα για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% ετησίως, για τα οποία έχει δεσμευθεί η χώρα μας μέχρι το τέλος του 2022, η έκθεση αναφέρει ότι κάτι τέτοιο θα τροποποιούσε τη συμφωνία του Ιουνίου 2018 και για το λόγο αυτό θα πρέπει να συζητηθεί στο Εurogroup με βάση μια νέα ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους.